Οδεύουμε προς μια κοινωνία γερόντων
Ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων μειώνεται ενώ αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής Στα 11.171.740 άτομα εκτιμάται ο πληθυσμός της Ελλάδας στο τέλος του 2006, ενώ το 2050 ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί στα 10.778.997 άτομα παρά την αύξηση τόσο του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση όσο και της μετανάστευσης που καταγράφεται. Εν τω μεταξύ από το 1995 και μετά ο πληθυσμός γηράσκει, οι νέοι ηλικίας 0-14 ετών μειώνονται, ενώ και ο ενεργός πληθυσμός ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού εμφανίζει μείωση. Παράλληλα ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων μειώνεται (αλλά οι εκτός γάμου γεννήσεις αυξάνονται), οι γυναίκες νυμφεύονται σε ολοέναμεγαλύτερη ηλικία και ο δείκτης θνησιμότητας σημειώνει άνοδο. Αυτά είναι τα κύρια στοιχεία των δημογραφικών μεγεθών στην Ελλάδα που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ στην αρχή του 2006 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 11.125.179 άτομα βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τα ληξιαρχεία της χώρας. Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης το 2006 ήταν 4,2 επί πληθυσμού 1.000 κατοίκων, που ισούται με συντελεστή 0,6% της φυσικής αύξησης. Ο δείκτης γεννητικότητας περιορίζεται στο 10,1 επί πληθυσμού 1.000 κατοίκων, ενώ θα έπρεπε να είναι διπλάσιος για να διατηρηθεί ο πληθυσμός της χώρας στα σημερινά επίπεδα. Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, από το 1995 ως το 2006 η σύνθεση του πληθυσμού κατά ομάδες ηλικιών έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές. Το ποσοστό των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών μειώθηκε το 2006 σε 14,3% από 17,4% που ήταν το 1995. Κατά την ίδια χρονική σύγκριση ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 28,6%. Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού μειώθηκε στο 67,1% το 2006 από 67,5% που ήταν το 1995. Είναι φανερό, αναφέρεται από την ΕΣΥΕ, ότι η σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικίες παρουσίασε μια μετακίνηση προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, με συνέπεια ο δείκτης γήρανσης να ακολουθήσει από το 1995 και μετά έντονα ανοδική πορεία. Το 2006 αντιστοιχούσαν 130 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε 100 άτομα ηλικίας 0-14 ετών, ενώ το 1995 αντιστοιχούσαν 87 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε 100 άτομα 0-14 ετών. Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας μειώνεται ενώ ο ακαθάριστος δείκτης διαζυγίων αυξάνεται. Ειδικότερα ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας μειώθηκε σε 5,2 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, από 5,5 που ήταν το 2005 και από 7,3 που ήταν στην αρχή της δεκαετίας του 1980, ενώ το όριο ηλικίας γάμου των γυναικών αυξήθηκε. Το 1991 η μέση ηλικία των γυναικών που νυμφεύονταν ήταν τα 24,1 έτη για να αυξηθεί στα 28,1 το 2005 και να φθάσει τα 28,4 έτη το 2006. Ενώ όμως οι γάμοι μειώνονται, τα διαζύγια αυξάνονται. Το 2006 τα διαζύγια έφθασαν κατά μέσο όρο τα 228 επί 1.000 γάμων, ενώ το 1995 ήταν 171,8. Πάντως είναι φανερό ότι όσοι παντρεύονται προτιμούν τον θρησκευτικό από τον πολιτικό γάμο, αν και οι τελευταίοι παρουσιάζουν αυξητική τάση. Το 1995 επί 63.987 γάμων οι πολιτικοί ήταν 6.729, ενώ το 2006 επί 57.802 γάμων οι πολιτικοί ήταν 18.223. Η θνησιμότητα Ενώ η γονιμότητα στην Ελλάδα είναι ανεπαρκής για να έχουμε ικανοποιητική αύξηση του πληθυσμού, η θνησιμότητα παρουσιάζει σταθερά ανοδική πορεία. Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ ο Ακαθάριστος Δείκτης Θνησιμότητας, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή ανοδική πορεία. Το 1981 καταγράφηκαν 8,9 θάνατοι επί πληθυσμού 1.000 ατόμων, το 1995 καταγράφηκαν 9,4 και το 2006 έφθασαν τους 9,5. Η μικρή αυτή άνοδος οφείλεται στην αύξηση των θανάτων που προέρχονται από τις ηλικίες 75 ετών και άνω λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, όπως αναφέρεται από την ΕΣΥΕ. Πάντως η μέση ηλικία θανάτου αυξάνεται σταδιακά. Το 1995 η μέση ηλικία θανάτου ήταν τα 71,8 έτη για τους άνδρες και τα 77,6 έτη για τις γυναίκες ενώ το 2006 η μέση ηλικία θανάτου αυξήθηκε σε 73,5 και 79,6 αντιστοίχως. Παράλληλα όμως η πρόοδος της επιστήμης συνέβαλε και στη μείωση του δείκτη βρεφικής θνησιμότητας. Το 1995 είχαμε 8,2 θανάτους επί 1.000 γεννήσεων ζώντων ενώ το 2006 περιορίστηκαν στους 3,7. Τέλος το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε για τους άνδρες από τα 75 έτη το 1995 στα 77,1 έτη το 2006 και των γυναικών από τα 80,2 έτη στα 82 έτη. Οι κυριότερες αιτίες θανάτου είναι τα καρδιακά νοσήματα, τα νεοπλάσματα, τα εγκεφαλικά, «άλλα νοσήματα του αναπνευστικού» και τα ατυχήματα.