Δεν
ωφελεί να επαναλάβω αυτό που έγραψε ο Ζίντ στο βιβλίο του «Επιστροφή από την ΕΣΣΔ»: «Αυτό που αγαπώ περισσότερο στο
Λένινγκραντ είναι η Αγία Πετρούπολοη». Πώς μπορεί να αντιληφθεί κανείς το δράμα
του Λένινγκραντ, που είναι η σύνθεση όλου του ρώσικου δράματος, αν δεν
αγκαλιάσει με το βλέμμα αλλά και με το συναίσθημα, όχι μόνο τα ανάκτορα, τις
εκκλησίες, τα φρούρια, τους κήπους, τα μνημεία της αυτοκρατορικής πόλης, αλλά
και τα κτίρια από τσιμέντο, γυαλί και ατσάλι, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα
νοσοκομεία, τις εργατικές συνοικίες, εκείνες τις άκαμπτες, ακριβείς, ψυχρές και
κοφτές κατασκευές που έχουν ξεφυτρώσει στις παρυφές της παλιάς πόλης και
φτάνουν έως την καρδιά της πρωτεύουσας των τσάρων; Γιατί είναι αδύνατο να
αφαιρέσεις από τη μοίρα του Λένινγκραντ το «αυτοκρατορικό» από το «εργατικό»,
την Αγία Ρωσία από την κομμουνιστική Ρωσία της αθεΐας, της τεχνικής και της
επιστήμης. Η μοίρα του Λένινγκραντ προσφέρει το παράδειγμα μιας εκπληκτικής
συνέχειας και λογικής. Το «παράθυρο» που άνοιξε προς την Δυτική Ευρώπη ο Μ.
Πέτρος δεν είναι παρά ένα ανοικτό παράθυρο προς τον απαστράπτοντα και θλιβερό
κόσμο των μηχανών, προς τον έρημο, επιχρισμένα από την τεχνική, κόσμο. Η κίνηση
του τσάρου, που άνοιξε πάνω στον ρωσικό τοίχο το «παράθυρο της Αγ. Πετρούπολης»,
επέσπευσε την επαναστατική βούληση του Λένιν, ο οποίος θέλησε να μετατρέψει την
πόλη του Μ. Πέτρου όχι στην πρωτεύουσα ενός ασιατικού κράτους, αλλά στην
πρωτεύουσα της προλεταριακής Ευρώπης.
Curzio Malaparte, Οι πηγές του Βόλγα, Σελ. 324,
εκδόσεις Ιωλκός