Είναι
πάντα εύκολο να δράσεις, είναι λιγότερο εύκολο να επιτύχεις. Αυτό ισχύει ακόμα
περισσότερο σε έναν επαναστατικό αγώνα, σε μία μάχη μέχρι θανάτου εναντίον ενός
παντοδύναμου, ύπουλου και έμπειρου εχθρού, τον οποίον πρέπει κάποιος να
πολεμήσει με ιδέες και οξυδέρκεια παρά με την βία. Ακούμε συχνά, ωστόσο, για
την αντίθεση μεταξύ δράσεως και σκέψεως. Αυτό συμβαίνει, για να πιστέψουμε στον
αυθορμητισμό της επαναστατικής δράσεως. Παρατίθεται το παράδειγμα της
Φασιστικής επαναστάσεως στην Ιταλία. Ξεχνάμε ότι όταν σχηματίσθηκαν τα “fasciο” το 1919, ο Μουσολίνι ήδη μαχόταν για παραπάνω από
δώδεκα έτη ως ακτιβιστής και δημοσιογράφος. Ξεχνάμε ειδικότερα τις συνθήκες του
αγώνα στην Ιταλία μετά την ανακωχή του 1918, οι οποίες δεν μοιάζουν σε τίποτα
με τις συνθήκες στην Γαλλία σήμερα.
Στην
Ιταλία, όπως και σε πολλά άλλα Ευρωπαϊκά Έθνη, η δύναμη του Κράτους ήταν
εξαιρετικά μικρή, απολύτως ανίκανη να επιβάλλει τον νόμο στις ένοπλες ομάδες
που μάχονταν ανά την επικράτεια. Το
Κράτος είχε να αντιμετωπίσει κάθε έναν από τους πραγματικούς πολιτικούς στρατούς. Τον Οκτώβριο του 1922 ο στρατός των «Μελανοχιτώνων»
ήταν ισχυρότερος και έτσι κατέλαβε το Κράτος. Σήμερα, τα «φιλελεύθερα
καθεστώτα» της Δύσεως χαρακτηρίζονται από μία τεράστια προνομιούχο κάστα, από
πράκτορες οικονομικών συμφερόντων, που ελέγχουν όλους τους πολιτικούς,
διοικητικούς και οικονομικούς κλάδους και ενώνονται από την στενή συνεργασία
τους. Μπορούν να βασίζονται σε ένα
γιγαντιαίο σύστημα διοικήσεως , το οποίο επιμελώς διαχειρίζεται τον πληθυσμό,
ειδικά μέσω των κοινωνικών υπηρεσιών. Έχουν το μονοπώλιο της πολιτικής και
οικονομικής ισχύος. Ελέγχουν τα περισσότερα των Μ.Μ.Ε. και είναι κυρίαρχοι της
σκέψεως. Τους προστατεύουν ισχυρές
οικονομικές δυνάμεις. Μετέτρεψαν τους πολίτες σε πειθήνια πρόβατα. Ανεκτές δε είναι μόνον οι πλασματικές αντιπολιτεύσεις.
Στην
λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η κομμουνιστική επανάσταση αποτελούσε μία άμεση
απειλή για την Ευρώπη. Ο κίνδυνος πάντα καθορίζει την άμυνα: τα φασιστικά κινήματα το
εκμεταλλεύθηκαν. Η μόνη ικανή δύναμη να αντιταχθεί στην βία των Κόκκινων, ο
Φασισμός έλαβε την δυναμική στήριξη και την εμπιστοσύνη μεγάλου αριθμού
υποστηρικτών. Σήμερα τα εργοστασιακά Σοβιέτ και η Cheka[1] ανήκουν στο παρελθόν. Οι
κομμουνιστές της Δύσεως έγιναν αστοί, αποτελούν μέρος του σκηνικού, είναι
οι πλέον ακλόνητοι υπερασπιστές του
καθεστώτος. Ο άνδρας με το μαχαίρι στα
δόντια δεν είναι πλέον ο κομμουνιστής, αλλά ο ακτιβιστής. Όσο για την Ρωσία, οι
καπιταλιστές βλέπουν εκεί μία νέα αγορά.
Σε
αντίθεση με το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος, ο καθένας πλέον μπορεί να ικανοποιεί
τις
βασικές υλικές ανάγκες του. Τα λαϊκά συσσίτια και οι παράνομες απεργίες
έχουν ξεχασθεί. Εξαιρουμένων κάποιων απειλούμενων μειοψηφιών , ο μεγάλος όγκος
των μισθωτών έχουν πεισθεί ότι έχουν περισσότερα να χάσουν παρά να
κερδίσουν, εάν πάρουν διά της βίας αυτά
που τα ειρηνικά αιτήματα και ο χρόνος θα τους δώσουν αναπόφευκτα.
Το
κοινωνικό πνεύμα, το αστικό και πολιτικό θάρρος
περιορίζονται στην εποχή μας σε μία μικρή μειοψηφία, της οποίας τα
νόμιμα μέσα εκφράσεως έχουν συστηματικά περιορισθεί. Κάτι τέτοιο μας μεταφέρει
μακρυά από την Ιταλία της δεκαετίας του 20. Η προσωπική ευφυΐα του Μουσολίνι
ήταν αρκετή να συγκεντρώσει και να κινητοποιήσει μία παθιασμένη μάζα και να κατακτήσει ένα
ανίκανο να υπερασπισθεί τον εαυτό του Κράτος.
Η κατάσταση δεν είναι πλέον τέτοια στην Ευρώπη και την Γαλλία. Καθόσον η εξουσία ανήκει στον αντίπαλο,
απαιτείται ένα ανώτερο στρατήγημα. Καθώς ένας «μέγας ανήρ» (πέραν του ότι δεν
υπάρχει) δεν εκτιμάται σχεδόν καθόλου, πρέπει να βασιστούμε στην ομάδα. Η
ποιότητα των μαχητών, η μεθοδική και αιτιολογημένη μάχη, η συλλογική κατεύθυνση
απαιτεί μόρφωση, δόγμα.
Από
το 1947 ο Γαλλικός Στρατός πολέμησε, για να υπερασπισθεί υπερπόντιες περιοχές,
νίκησε στο πεδίο της μάχης και υποχρεώθηκε σε διαδοχικές συνθηκολογήσεις από την ομάδα των πολιτικών
και οικονομικών δυνάμεων, που συναποτελούν το καθεστώς. Ήταν αναγκαίο να
περιμένει μέχρι τον μήνα Απρίλιο του 1961, δέκα τέσσερα έτη, ώστε ένας
ελάχιστος αριθμός επιλέκτων στελεχών να αντιληφθούν τους πραγματικούς εχθρούς
τους. Εχθρούς, που δεν βρίσκονταν τόσο στο πεδίο της μάχης, με την μορφή ενός Viet ή ενός fellagha[2], αλλά περισσότερο εντός της Γαλλίας στα γραφεία
των διευθυντών, των τραπεζών, των γραφείων των συντακτών, των συναθροίσεων και
των υπουργικών γραφείων. Το εχθρικό αίσθημα στρεφόταν κατά της παρακμιακής
Μητροπολιτικής Γαλλίας παρά κατά της πραγματικότητας του καθεστώτος. Η περιορισμένη αντίληψη ήταν βραχύβια.
Προκειμένου
να κατακτήσουμε το καθεστώς, πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι το καθεστώς αυτό,
να ανακαλύψουμε τις μεθόδους του, να αποκαλύψουμε τους συνεργάτες του, αυτούς
που υποκρίνονται τους πατριώτες. Είναι
απαραίτητο να καθορίσουμε τις θετικές λύσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν την
οικοδόμηση της κοινωνίας του αύριο. Κάτι τέτοιο
καθιστά αναγκαίo τον επιμελή
αυτοέλεγχο, την επιμελή αξιολόγηση των αποδεκτών αληθειών, την επαναστατική συνείδηση.
Dominique Venner, 1962
Σημειώσεις
του μεταφραστή
1. Ιδρύθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1917 και
αντικατέστησε την αντίστοιχη υπηρεσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας την Οχράνα. Η πλήρης ονομασία της ήταν « Έκτακτη Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Αντεπανάστασης και
των Δολιοφθορών» - ακρωνύμιο στα ρωσικά «Τσεκά»
και απετέλεσε την πρώτη μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ. , έπαιξε δε
σημαντικό ρόλο στην περίοδο του Κόκκινου Τρόμου (1918-1922). Αργότερα θα
μετονομαστεί σε GPU/OGPU, υπεύθυνη για την λειτουργία και την φύλαξη των
γκούλαγκ.
2. Ένοπλοι αλγερινοί εθνικιστές αντάρτες με δράση
κατά την διάρκεια του Αλγερινού Πολέμου (1954-1962) μεταξύ Γαλλίας και
Αλγερίας.