Ιστορία της Μεταφυσικής του Χάιντεγγερ
Συγγραφέας: Colin Cleary
Πηγή: Counter-Currents
Μετάφραση: Λόενγκριν
Μέρος πρώτον
Πλατωνισμός
1. Εισαγωγή
Στο δοκίμιό μου «O Χάιντεγγερ εναντίον των Παραδοσιοκρατών [2]», σκιαγράφησα μια κριτική του Γκενόν και του Έβολα υπό μια χαϊντεγγεριανή σκοπιά. Μολονότι προέβαλα μία σειρά ενστάσεων έναντι της της Παραδοσιοκρατίας, η κρίσιμη ήταν η εξής: Ο Γκενόν και o Έβολα έχουν επενδύσει πλήρως (και ακρίτως) στην Δυτική μεταφυσική παράδοση. Σύμφωνα με τον Χάιντεγγερ, ωστόσο, είναι ακριβώς η Δυτική μεταφυσική παράδοση αυτή που ευθύνεται για όλα τα σύγχρονα δεινά , τα οποία αποδοκιμάζουν οι Παραδοσιοκράτες.
Αυτή η ένσταση δεν αναπτύχθηκε πλήρως στο προηγούμενο δοκίμιο. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την περιγραφή του τρόπου, με τον οποίο ο Χάιντεγγερ βλέπει την ενότητα της Δυτικής φιλοσοφικής παραδόσεως, και του ακριβούς λόγου, για τον οποίον πιστεύει, ότι προετοιμάζει το έδαφος για την νεωτερικότητα. Αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος δοκιμίου και των δύο επόμενων, τα οποία θα δημοσιεύσω εδώ. Τα τρία δοκίμια μαζί θα καλύψουν την ιστορία της μεταφυσικής από τον Πλάτωνα έως τον Νίτσε. Περιττό να πω, ότι αυτό που θα προσφέρω είναι μια λακωνική περίληψη των ιδεών του Χάιντεγγερ, τις οποίες ανέπτυξε κατά την διάρκεια περισσότερων από πέντε δεκαετιών, σε διαλέξεις και δοκίμια, που τώρα απαρτίζουν περισσότερους από εκατό τόμους συγκεντρωμένων έργων. Αυτό που ακολουθεί, επομένως, αποτελούν μετά βίας μία επιφανειακή εξέταση.
Πρέπει, επίσης, να σημειώσω, ότι αυτή η καταγραφή της ιστορίας της μεταφυσικής του Χάιντεγκερ,
και η κριτική μου στους Παραδοσιοκράτες , αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου έργου,
στόχος του οποίου είναι να καταλήξουμε σε μια νέα προσέγγιση της φιλοσοφίας,
θέτοντας τον Χάιντεγγερ και τους Παραδοσιοκράτες σε διάλογο μεταξύ τους. Το
σχέδιο αυτής της σειράς δοκιμίων, που θα αποτελείται από έξι μέρη, δίδεται ως
παράρτημα στο παρόν κείμενο. Κάθε δοκίμιο βασίζεται στο προηγούμενο, αλλά το
καθένα είναι σχετικά αυτοτελές. Στο παρόν δοκίμιο, ωστόσο, θα υποθέσω ότι ο
αναγνώστης κατανοεί ορισμένες διακρίσεις που έγιναν στο προηγούμενο.
2. Η Πρό-Μεταφυσική Ελληνική Κατανόηση του Είναι
Μία από τις πολλές παρανοήσεις γύρω από τον Χάιντεγγερ είναι, ότι αναζητούσε σε όλη την ζωή του την έννοια της λέξεως «Είναι». Στην πραγματικότητα, o αληθής προβληματισμός του Χάιντεγκερ ήταν σχετικά με αυτό , το οποίο καταρχάς μας οδηγεί στο Είναι· με το πώς συνειδητοποιούμε το Είναι ή πώς θεωρούμε το Είναι ως «ερώτημα». Και ο Χάιντεγγερ όρισε την ανθρώπινη φύση ακριβώς με βάση την σχέση μας με το Είναι: είμαστε τα όντα, για τα οποία το Είναι αποτελεί ζήτημα. Δεν υπάρχει άλλο ζώο σαν εμάς. Και αυτός είναι ο λόγος που αναφέρεται στους ανθρώπους ως Dasein. Αυτή είναι μια συνήθης λέξη στα καθημερινά γερμανικά και γενικώς μεταφράζεται ως «ύπαρξη». Κυριολεκτικά, σημαίνει «εδώ [da] είναι [sein]», ή «εδωνά Είναι». Όταν λέω, ότι το μολύβι στα αριστερά μου «υπάρχει», εννοώ ότι είναι «εκεί», ανεξαρτήτως της αντιλήψεώς μου ή εκτός εμού (που κυριολεκτικά μεταδίδει το λατινικό «exists»).* (ΣτΜ: Προφανώς εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στο λατινικό existo, το οποίο σχηματίζεται από την πρόθεση ex (έξω, εκτός) και το ρήμα sisto, ήτοι τοποθετώ, στέκω.)
Ωστόσο, ο Χάιντεγγερ χρησιμοποιεί συχνά οικείες λέξεις με ιδιότυπο τρόπο και το Dasein δεν αποτελεί εξαίρεση. Αναφέρεται σε εμάς ως Dasein επειδή είμαστε το «εδώ» ή η τοποθεσία του Είναι. Γιατί; Επειδή είμαστε αυτό, στο οποίο το Είναι φανερώνεται. Κάθε αποκάλυψη έχει την δοτική της: το «σε ποιον» είναι έκδηλο. Η ύπαρξη αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Πράγματι, για τον Χάιντεγγερ το Είναι δίκαιος είναι αυτή η εκδήλωση σε έναν άνθρωπο. Είμαστε, πάλι, τα μόνα όντα με επίγνωση του Είναι των πραγμάτων.
Τί σημαίνει ακριβώς να αντιμετωπίζουμε το Είναι ως αποκάλυψη; Ας αντικαταστήσουμε πρώτα αυτήν την λέξη με ένα κάπως πιο χρήσιμο συνώνυμο, ένα συνώνυμο που χρησιμοποιείται συχνά στην φαινομενολογία του Husserl, στην οποίαν εκπαιδεύτηκε ο Heidegger: παρουσίαση (Anwesenheit, Praesenz). Για να καταλάβουμε γιατί το Είναι είναι παρουσίαση, ας επαναφέρουμε ένα παράδειγμα, που χρησιμοποίησα στο τελευταίο δοκίμιό μου. Πηγαίνω μέχρι την εξώπορτά μου και βλέπω στα σκαλιά ένα άγνωστο αντικείμενο. «Τι είναι αυτό;» αναρωτιέμαι. Ερευνώ το Είναι του αντικειμένου· τι είναι. Καθώς πλησιάζω πιο κοντά, το μυστήριο λύνεται: βλέπω ότι το αντικείμενο είναι ένα κουτί της Amazon. Για να θέσουμε το θέμα λίγο πιο φαινομενολογικά (δηλαδή, για να περιγράψω πώς μου φαίνονται τα πράγματα με ακριβή γλώσσα και λεπτομερείς λεπτομέρειες [1] [3]), το αντικείμενο εμφανίζεται σε εμένα σαν κουτί της Amazon ·ή, για να ακουσθεί αρκούντως χουσερλιανό, μου παρουσιάζεται σαν κουτί του Αμαζονίου.
Αυτός ο τρόπος να βιώνει κανείς κάτι, όταν παρουσιάζεται ως ένα πράγμα της τάδε μορφής ή φύσεως, είναι μια θεμελιώδης δομή της ανθρώπινης εμπειρίας (που ονομάζεται «παρουσιαστική ως δομή» στην γλώσσα της φαινομενολογίας). Και αυτό είναι που θεωρεί ο Χάιντεγκερ ως Είναι. Γιατί; Πολύ απλά, διότι το Είναι από κάτι είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό, το οποίο παρουσιάζει ως εαυτόν του. [2] [4] Σε αυτό το γεγονός παρουσιάσεως, μου δίδεται το Είναι κάτινος · η ταυτότητά του ή η φύση του εμφανίζεται. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρχικώς αντιδρούν σε αυτήν την ανάλυση λέγοντας ότι φαίνεται υπερβολικά «υποκειμενική». Είναι το Είναι απλώς αυτό, το οποίο φαίνονται τα πράγματα να είναι; Και ναι και όχι.
Ας υποθέσουμε, ότι στην αρχή το αντικείμενο φαίνεται να είναι ένα κουτί Orvis, αλλά μετά από πιο προσεκτική εξέταση, αποδεικνύεται ότι είναι ένα κουτί Amazon. Τώρα, αν το πράγμα είναι ακριβώς αυτό, το οποίο παρουσιάζεται ως τέτοιο, αυτό δεν μας δίνει κανένα τρόπο να δηλώσουμε, ότι η αρχική εντύπωσή μας ήταν ψευδής· ότι το αντικείμενο είναι ένα κουτί Amazon και δεν είναι κουτί Orvis. Η απάντηση του Heidegger σε αυτό είναι, στην πραγματικότητα, με μισή καρδιά να πει ότι το αντικείμενο έχει όντως την ικανότητα να παρουσιαστεί ως κουτί Orvis· αυτό αποτελεί μέρος του Είναι του (των δυνατότων παρουσιάσεώς του). Και, σαφώς, έχει δίκαιο: εάν μπορώ να εκλάβω το κουτί της Amazon ως κουτί Orvis, τότε το πρώτο πρέπει να έχει την ικανότητα να εμφανίζεται ως το δεύτερο.
Αυτό δεν είναι τόσο προβληματικό όσο μπορεί να φαίνεται στην αρχή, καθώς ο Χάιντεγκερ παραδέχεται εύκολα ότι υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο επαρκείς τρόποι, με τους οποίους μπορούμε να προσεγγίσουμε τα αντικείμενα, τα οποία αποδίδουν περισσότερο ή λιγότερο αποκαλυπτικές παρουσιάσεις. Μια «αποκαλυπτική παρουσίαση» είναι λίγο πλεονασμός, αφού η παρουσίαση, όπως θα δούμε σύντομα, είναι απλώς αποκαλυπτική. Αλλά το μόνο που εννοούμε, είναι ότι ορισμένες παρουσιάσεις είναι πιο αξιόπιστες, σταθερές, αναπαραγόμενες και πλούσιες συγκριτικά με άλλες. Ναι, μπορεί να παρεξηγήσω το αντικείμενο ως κουτί Orvis, αλλά η ανεπάρκεια αυτής της παρουσιάσες γίνεται αντιληπτή και ξεπερνιέται αμέσως μόλις ρίξω μία καλύτερη ματιά.
Ωστόσο, εάν το Είναι αποτελεί παρουσίαση στο Dasein, [3] [5] , δεσμεύει τον Heidegger σε ένα είδος μπερκελιανού ιδεαλισμού; Αποτελεί «το να είσαι» απλώς «το να γίνεσαι αντιληπτός»; Με άλλα λόγια, για τον Χάιντεγγερ, το κουτί του Αμαζονίου υπάρχει, ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανείς για να του παρουσιασθεί; Υπάρχει ως κιβώτιο Amazon ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανείς για να το εκλάβει ως κουτί Amazon; Ναί. Εμφατικά, ναι. Ο Χάιντεγγερ πιστεύει, ότι υπάρχει κάτι εκεί έξω.. Η Φαινομενολογία δεν είναι φαινομενισμός [6]. Ο Χάιντεγγερ πιστεύει, ότι κάτι υπάρχει έξω από τον εαυτό του. Τι μπορούμε , όμως, να πούμε για αυτό; Δεν μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το ανεξάρτητο κάτι «αντικείμενο», καθώς τα αντικείμενα συσχετίζονται με «υποκείμενα». Δεν μπορούμε, επίσης, να πούμε ότι υπάρχει ένας «κόσμος» εκεί έξω, διότι ο Χάιντεγγερ υποστηρίζει ότι ο «κόσμος» μας είναι ένας κόσμος κορεσμένος με νοήματα και αξίες, που υπάρχουν μόνο για τα ανθρώπινα όντα. (ιδέ το δοκίμιό μου «The Fourfold» [7].) Τα πράγματα έχουν πάντα Είναι — «είναι» κάτι ή κάτι άλλο — μόνον σε σχέση με τον τεράστιο ιστό των νοημάτων που ονομάζουμε πολιτισμό.
Είναι προφανές, ότι ο Χάιντεγγερ δεν χρησιμοποιεί το «Είναι» ως ισοδύναμο με την «ύπαρξη». Το να μιλάς για το Είναι του κουτιού, κατά τον Χάιντεγγερ, δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να λες ότι είναι «εκεί έξω». Αυτός ο τρόπος κατανοήσεως του Είναι κάτινος ως αυτό, το οποίο εγγυάται το «εκεί» του ανεξάρτητο από το μυαλό μου, είναι μια ενασχόληση της σύγχρονης φιλοσοφίας. Και προκύπτει μόνον όταν έχουμε φέρει τους εαυτούς μας εντός της παράξενης καρτεσιανής συλλήψεως ως ασώματα, εν είδει «υποκείμενα» γεμάτα εσωτερικές «ιδέες». Μόνον τότε γίνεται ζήτημα η «ύπαρξη» ενός «εξωτερικού κόσμου» («πώς ξέρω ότι οι ιδέες “εντός” μου ταιριάζουν με οτιδήποτε “έξω”; »).
Ας προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε όλους αυτούς τους τρόπους αντιλήψεως του εαυτού μας, τους οποίους έχουμε κληρονομήσει από τις επισωρεύσεις της Δυτικής πνευματικής ιστορίας και που συχνά λειτουργούν στη σκέψη μας ως μια «κοινή λογική», την οποίαν ποτέ δεν σκεφτόμαστε να αμφισβητήσουμε. Ας επιστρέψουμε στα πράγματα καθεαυτά, για να επικαλεσθούμε την ενθαρρυντική κραυγή της χουσσερλιανής φαινομενολογίας. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Πολύ απλά, με το να είμαστε ανοιχτοί στο πώς εμφανίζονται τα πράγματα σε εμάς · πώς παρουσιάζουν τον εαυτό τους — με όσο το δυνατόν φρέσκα όψη, και χωρίς θεωρίες. Εάν το κάνουμε αυτό, θα συνειδητοποιήσουμε, ότι όταν μιλάμε για «το Είναι των πραγμάτων» μιλάμε πραγματικά για το τι σημαίνουν για εμάς. Και τα πράγματα έχουν νόημα μόνον σε σχέση με εμάς · ένα εμάς, το οποίο αντλεί από μια πολιτιστική κληρονομιά τον τρόπο του ερμηνείας του νοήματος. Μόνον εμείς, τελικώς, καταγράφουμε τι είναι ή τι σημαίνουν τα πράγματα· μόνον εμείς λέμε «λοιπόν, έτσι είναι αυτό!»· μόνον εμείς θέτουμ το ερώτημα «τι είναι το Είναι;» Χωρίς εμάς, τα «πράγματα» θα εξακολουθούσαν να είναι «εκεί έξω» (εαν αυτό σημαίνει κάτι), αλλά δεν θα ήταν.
Τώρα, αυτή η κατανόηση του Είναι ως παρουσίαση θα φαίνεται μάλλον περίεργη, άγνωστη και πολύ μοντέρνα στους αναγνώστες μου. Ωστόσο, ο Χάιντεγγερ υποστηρίζει ότι υπάρχει στους πρώτους Έλληνες — εννοώντας την ελληνική σκέψη πριν από τη μεταφυσική παράδοση, η οποία ξεκινά κάπου μεταξύ του Θαλού (περίπου 585 π.Χ.) και του Πλάτωνος (γεν. 428/427 π.Χ.). Ο Χάιντεγγερ αναπτύσσει αυτήν την θέση σε μια σειρά από κείμενα. Μια ασυνήθιστα σαφής παρουσίαση βρίσκεται στην Εισαγωγή στη Μεταφυσική (στην οποία έχω αφιερώσει έναν εκτενή σχολιασμό σε άρθρο μου, αλλού [7]).
Εκεί υποστηρίζει, ότι οι πρώτοι Έλληνες κατανοούσαν το Είναι ως το ίδιο πράγμα με αυτό που ονόμαζαν φύσις. (ΣτΜ «phusis» στο πρωτότυπο κείμενο) Αυτή η λέξη μεταφράζεται κανονικά ως «φύση» ( η λέξη «φυσική» προέρχεται από αυτήν) (ΣτΜ «physics» στο πρωτότυπο κείμενο) αλλά ο Χάιντεγγερ μας ζητά να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με την αποδοχή αυτής. Η έννοια της φύσεως υποδηλώνει κάτι δυναμικό. Ο Χάιντεγγερ επισημαίνει ότι η λέξης φύσις προέρχεται από το ρήμα φύειν (ΣτΜ «phuein» στο πρωτότυπο κείμενο) που σημαίνει «δημιουργώ ή μεγαλώνω». Έτσι, η φύσις για τους Έλληνες δεν ήταν απλώς το σύνολο των πραγμάτων γύρω μας, τα οποία δεν δημιοργήθηκαν από τον άνθρωπο, όπως υποδηλώνει η «φύση»· μάλλον ήταν μια δυναμική διαδικασία. Γράφει ο Χάιντεγγερ :
Τώρα, τί δηλώνει η λέξη φύσις; Δηλώνει, αυτό που αναδύεται από τον εαυτό του (για παράδειγμα, η ανάδυση, η άνθηση ενός τριαντάφυλλου), το ξεδίπλωμα , την εμφάνιση που επέρχεται μετά από ένα τέτοιο ξεδίπλωμα , και κρατώντας τον εαυτό του και επιμένοντας στην εμφάνιση - με λίγα λόγια την εμμενή αναδυόμενη ταλάντευση... Φύσις είναι το γεγονός της εμφανίσεως στο προσκήνιο. Το να αναδύεται κάτι από το κρυμμένο και ούτως να καθιστά δυνατόν στο κρυμμένο να εκφρασθεί για πρώτη φορά. [4] [8]
Φύσις είναι αυτό, το οποίο αναδύεται ένεκα των δυνατοτήτων ή ένεκα της απουσίας. (το παιδί γεννιέται, το παιδί γίνεται άνδρας, οι πράξεις του ανδρός αποκαλύπτουν την ποιότητα της ψυχής του κτλ) Γίνεται παρόν και συγκεκριμένο – έπειτα εξαφανίζεται οπουδήποτε, από όπου αναδύονται τέτοια πράγματα. Η φύσις είναι το συνεχές ξεδίπλωμα, η ανάδυση και η επιστροφή. Ο Χάιντεγγερ μας λέγει, οτι «φύσις είναι το ίδιο το Είναι, δυνάμει του οποίου τα όντα πρώτα γίνονται και παραμένουν παρατηρήσιμα» .” [5] [9] Ένας σοβαρός λόγος για να αποδεχθούμε αυτόν τον ισχυρισμό είναι, οτι η φύσις σχετίζεται ετυμολογικά με το «being». Το φύειν προέρχεται από την Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα bhú ή bheu. Από αυτήν παίρνουμε τις λέξεις «be», «been», «being» και τις γερμανικές bin και bist.
Ο ελληνικός όρος φαίνεσθαι ( ΣτΜ phainesthai στο πρωτότυπο κείμενο) προέρχεται επίσης από αυτή τη ρίζα bhú. Φαίνεσθαι σημαίνει «δείχνω» ή «εμφανίζω» και το «φαινόμενο» προέρχεται από αυτό. Αυτό είναι λογικό, δεδομένου ότι φύσις/Είναι είναι ένα είδος παρουσιάσεως ή επιδείξεως. Καθώς πλησιάζω, το άγνωστο πράγμα, το οποίο κρύβεται στο κατώφλι μου εμφανίζεται ως ρακούν. Φαινομενολογικά, το Είναι του αντικειμένου φαίνεται να «ξεδιπλώνεται» ή να «αναδύεται» σε ένα ορισμένο σημείο της συναντήσεώς μου με αυτό. Αυτό που δεν μπορεί να υπερτονισθεί, ωστόσο, είναι ότι ξεδιπλώνεται ή αναδύεται από μια προηγούμενη απόκρυψη ή απουσία. [6] [10] Άρα, πρέπει να μεγεθύνουμε την σημασία, την οποίαν δώσαμε προηγουμένως για το Είναι ως «παρουσίαση»: το Είναι των όντων εμφανίζεται πάντα από μια ταυτόχρονη απουσία ή απόκρυψη. Το Είναι είναι η ταλάντευση μεταξύ παρουσίας και απουσίας.
Στην περίπτωση όλων των πραγμάτων, ακόμη και των κουτιών της Amazon και των ρακούν, όταν γνωρίζουμε ένα μέρος του Είναι του πράγματος, πολλά άλλα παραμένουν απόντα, κρυμμένα (ένα απλό παράδειγμα: όταν το μπροστινό μέρος του πράγματος είναι παρόν σε εμένα, το πίσω μέρος είναι απόν). Πράγματι, τα περισσότερα πράγματα παραμένουν κρυμμένα, όπως το παροιμιακό παγόβουνο. Τα όντα έχουν βάθος. Για κάθε μερική εμφάνιση, υπάρχει μια απόσυρση, μια απόκρυψη. Η πρώιμη ελληνική σκέψη επιβεβαιώνει αυτό το παιχνίδι παρουσίας και απουσίας. Αναγνωρίζει, ότι υπάρχει ένα αναπόφευκτο στοιχείο απουσίας ή αποκρύψεως στην φύσιν (όπως είπε ο Ηράκλειτος, φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ., «η φύση αγαπά να κρύβεται»). (ΣτΜ phusis krruptesthai philei στο πρωτότυπο κείμενο) Δεν μας αποκαλύπτονται όλα. Αυτό που αποκαλύπτεται πάντα αναδύεται από την κρυπτότητα και έπειτα επιστρέφει ξανά στην κρυπτότητα. Με άλλα λόγια, η πρώιμη ελληνική σκέψη επιβεβαιώνει το μυστήριο. Κάνοντας αυτό, επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν όρια στην γνώση μας· στην ικανότητά μας να κάνουμε αυτό που είναι πλήρως παρόν και κατανοητό.
Ο Χάιντεγγερ μάς λέγει, ότι η ελληνική απάντηση στην φύσιν ήταν το «θαύμα» (θαῦμα). Μας ζητά, αν και ομολογουμένως είναι εξαιρετικά δύσκολο, να προσπαθήσουμε να σκεφθούμε τον τρόπο επιστροφής στην ελληνική εμπειρία του Είναι ως «βγαίνοντας-μπροστά-εκτός-της-αποκρύψεως». Σε ένα κείμενο, ρωτά τι είναι «συνώνυμο της λέξεως [φύειν]» και απαντά:
Είναι η υπερπληθώρα, η υπέρβαση του τι παρουσιάζει. Εδώ θα πρέπει να θυμηθεί κάποιος το ανέκδοτο του Θαλού: είναι εκείνο το άτομο, που χτυπήθηκε τόσο από την υπεραφθονία του κόσμου των άστρων, ώστε αναγκάσθηκε να στρέψει το βλέμμα του μόνο προς τους ουρανούς. Στο ελληνικό κλίμα, ο άνθρωπος κατακλύζεται τόσο από την παρουσία του παρόντος, που αναγκάζεται στο ερώτημα σχετικά με το τι είναι παρόν ως παρόν. Οι Έλληνες ονομάζουν τη σχέση με αυτήν την ώθηση της παρουσίας ϑαυμάζειν [το να αναρωτάσαι]. [7] [11] (ΣτΜ thaumazein στο πρωτότυπο κείμενο)
Στο έργο του «Εισφορές στην Φιλοσοφία» ο Χάιντεγγερ είναι (παραδόξως) ακόμη πιο σαφής: «Η βασική διάθεση της πρώτης αρχής [δηλαδή των πρώτων Ελλήνων] είναι το θαύμα [Er-staunen]: θαύμα που τα όντα είναι και ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι και οτι βρίσκονται σε εν μέσω αυτού, το οποίο δεν είναι». [8] [12]
Ξεκινώντας με ορισμένους από τους Προσωκρατικούς στοχαστές, ωστόσο, αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια διανοητική μετατόπιση που πραγματοποιείται πλήρως μόνο με τον Πλάτωνα και τον Πλατωνισμό. [9] [13] Αυτή η στροφή αναφέρεται στις μελέτες του Χάιντεγγερ ως μια κίνηση προς τη «μεταφυσική της παρουσίας» (ένας όρος που επινοήθηκε στην πραγματικότητα από τον Ζακ Ντεριντά). Οι στοχαστές αρχίζουν να απαιτούν σιωπηρώς (δεν έχει γίνει σαφές μέχρι την σύγχρονη περίοδο) ότι αυτό που είναι είναι διαρκώς παρόν, με την έννοια του πλήρως διαθέσιμου και κατανοητού. [10] [14] Αυτό σημαίνει, ότι η απουσία ή η απόκρυψη, ως εγγενής στη φύση του Είναι/Φύσις, έρχεται για να την αρνηθούν, να απορριφθεί ή, για να μιλήσουμε περισσότερο σαν τον Χάιντεγγερ, για να «λησμονηθεί».
Η μεταφυσική της παρουσίας είναι μια προσπάθεια προσαρμογής του Είναι σε μια πτυχή της ανθρώπινης φύσεως. Υπάρχει ένα μέρος μας που νιώθει πολύ άβολα με το μυστήριο. Όπως προτιμάμε το φως από το σκοτάδι, προτιμάμε να γνωρίζουμε από το να μην γνωρίζουμε. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου που απεχθάνεται το σκοτάδι, σαν να ήταν μια μομφή στην δύναμη της δικής του νοημοσύνης. Αυτό το είδος ατόμου συνήθως υποτιμά το σκοτάδι ως απλώς ένα προσωρινό εμπόδιο στην κατανόηση του νου. Τελικώς, έτσι πιστεύει, μπορούμε να ακυρώσουμε το σκοτάδι εντελώς και να φέρουμε τα πάντα στο φως. Οι πρώτοι Έλληνες θα το έβλεπαν αυτό ως ύβρι (ΣτΜ hubris στο πρωτότυπο κείμενο), μια ακραία αλαζονεία, η οποία επιδιώκει να υπερβεί τα φυσικά όρια, ειδικά τα όρια μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου.
Είναι αυτή η ὕβρις, η οποία επιβεβαιώνεται στην Δυτική μεταφυσική παράδοση από τον Πλατωνισμό (στον οποίο γίνεται πρώτα αληθινά σαφής) μέχρι τον Νίτσε. Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο για την κατανόηση της ιστορίας της μεταφυσικής του Χάιντεγγερ. [15]