Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Αντιγράφουμε από το ethnomedenismos.blogspot.com

Ανακυκλώσεις
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

ΟΣΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΘΛΙΒΕΡΑ ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΤΕ- ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΤΩΡΑ;- ΠΡΕΠΕΙ, ΟΠΩΣ ΕΓΡΑΨΑ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΔΩ, ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΜΑΤΑ
Στο προηγούμενο εκείνο κείμενο αναφέρθηκα στη ζητούμενη να ελεγχθεί ποιότητα των υποψηφίων φοιτητών στα ΑΕΙ. Και ζητούσα, για πολλοστή φορά, να έχουμε κάποια δείγματα-τεκμήρια των γραπτών τους, τόσο όσων αρίστευσαν όσο και όσων έπιασαν τη βάση και, απαραίτητα, όσων βαθμολογήθηκαν κάτω από τη βάση, για να δούμε επιτέλους ποια είναι η στάθμη όσων θα πάρουν τον δρόμο της επιστήμης, ποια τα βαρίδια και γιατί δεν πρέπει αστόχαστα να θρηνούμε που τέθηκε ως προϋπόθεση εισόδου στα πανεπιστήμια και στα ισότιμα πλέον ΤΕΙ η έρμη η βάση του 10. Το άρθρο μου εκείνο όπως και ένα απαισιόδοξο και απελπισμένο SΟS που εξέπεμψε ο καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ανδρέας Βοσκός στην «Καθημερινή» (21-9-2008) προκάλεσαν την αντίδραση και την απελπισία μέλους του διδακτικού προσωπικού επαρχιακού πανεπιστημίου που διδάσκει Αρχαία Ελληνική Γραμματεία (το όνομα στη διάθεση της εφημερίδας). Επισημαίνει πως τα φαινόμενα αγραμματοσύνης των φοιτητών που διεκτραγωδεί ο κ. Βοσκός είναι αστεία μπροστά στα όσα παρατηρούνται σε γραπτά φοιτητών Φιλολογίας στο επαρχιακό πανεπιστήμιο. Οφείλονται ίσως,
Προσήλθαν στην εξεταστική περίοδο του Ιουνίου 230 φοιτητές. Επέτυχαν 75 και στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου προσήλθαν 165 και επέτυχαν 54
γράφει, στο ότι το Αθήνησι απορροφά καλύτερου επιπέδου φοιτητές. Τα τεκμήρια της επιστολής αναφέρονται σε φοιτητές προχωρημένων σπουδών, όχι πρωτοετείς, αλλά του ΣΤ΄ του Ζ΄ ή του Η΄ εξαμήνου (οκτώ είναι τα εξάμηνα στο πανεπιστήμιο) αλλά και σε φοιτητές που χρωστούν το μάθημα, ενώ έχουν περάσει σε φοίτηση τον τέταρτο χρόνο. Φοιτητές του «Τομέα Κλασικής Φιλολογίας». Εδώ σχολιάζω εγώ, για να πω ότι τα Κλασικά Τμήματα της Φιλολογίας θεωρούνται τα πλέον απαιτητικά σε σύγκριση με τα Νεοελληνικά ή τα Ιστορικά και Αρχαιολογικά, πολλώ μάλλον τα Ψυχολογικά, Φιλοσοφικά και Παιδαγωγικά, αφού απαιτείται βαθιά γνώση της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ( από τον Όμηρο έως τον Ηρόδοτο, από τον Θουκυδίδη έως τον Δημοσθένη και από τον Αισχύλο έως τον Αριστοφάνη) και, βέβαια, της Λατινικής Γλώσσας ( από τον Βιργίλιο έως τον Οβίδιο, από τον Κάτουλλο έως τον Σαλούστιο και από τον Κικέρωνα και τον Σενέκα στον Πλαύτο και στον Τερέντιο). Ψιλά γράμματα, θα πείτε. Διαβάστε παρακαλώ. Διδάχτηκε στο περασμένο εαρινό εξάμηνο μια κωμωδία του Αριστοφάνη. Προσήλθαν στην εξεταστική περίοδο του Ιουνίου 230 φοιτητές (είπαμε, σχεδόν στα πρόθυρα πτυχίου, υποψήφιοι εκπαιδευτικοί να φωτίσουν τα παιδιά μας). Επέτυχαν 75 και στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου προσήλθαν 165 και επέτυχαν 54! Θα πείτε, δύσκολο μάθημα, δύσκολα θέματα, ίσως αυστηρός ο καθηγητής. Αμ δε! Η κωμωδία διδάχτηκε εξαντλητικά κυρίως γλωσσικά σε διδακτικό επίπεδο Λυκείου, σαν δηλαδή οι φοιτητές του τρίτου και του τετάρτου έτους του Κλασικού Τμήματος Πανεπιστημίου να ήταν μαθητές της Β΄ Λυκείου, όπου διδάσκεται π.χ. η «Αντιγόνη» (για να έχουμε μια αναλογία γλωσσικής τουλάχιστον τάξεως). Οι εξεταζόμενοι δεν δοκιμάστηκαν σε άγνωστο κείμενο, τους δόθηκε σε φωτοτυπία απόσπασμα της κωμωδίας που είχε διδαχθεί στο αμφιθέατρο. Έπρεπε να το μεταφράσουν (πράγμα που είχε γίνει στην αίθουσα και ασφαλώς το είχαν στη διάθεσή τους, αφήστε που κυκλοφορούν και είκοσι τουλάχιστον έγκυρες μεταφράσεις στη διάθεση των φοιτητών στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη) και να απαντήσουν σε πραγματολογικές και γλωσσικές ερωτήσεις. Οι πραγματολογικές φυσικά είχαν να κάνουν με τα ιδεολογικά, δομικά, αισθητικά στοιχεία του κωμικού αποσπάσματος και τα γλωσσικά (κυρίως γραμματικά) για να ελεγχθεί η αρχαιομάθεια των φοιτητών και εμμέσως η κατανόηση του κειμένου. Ακούστε λοιπόν τα παράδοξα. Έχοντας οι εξεταζόμενοι αποστηθίσει τη μετάφραση, την παπαγάλιζαν γραπτώς. Υπήρχαν βέβαια και τεφαρίκια που δεν ήξεραν πού να σταματήσουν και μετέφραζαν δύο ή τρεις αράδες πριν από το τέλος του αποσπάσματος ή δύο τρεις αράδες παρακάτω! Επειδή είχαν παπαγαλίσει και κάποια ρεάλια που είχαν κατατεθεί στη διδασκαλία, έγραφαν αυτό που ήξεραν απέξω και όχι αυτό που τους ζητούσαν. Π.χ. στην ερώτηση «ποιο είναι το θέμα, το περιεχόμενο της "Παράβασης"» της εξεταζόμενης κωμωδίας, απαντούσαν τι είναι η Παράβαση και ποια τα δομικά της μέρη, που το είχαν μάθει απέξω ερήμην της κωμωδίας. Αφού σε άλλη ερώτηση συλλαμβάνονταν να μην έχουν διαβάσει ολόκληρη την κωμωδία και να μη γνωρίζουν την εξέλιξη της υπόθεσης και τα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα. Το πλέον όμως κωμικοτραγικό ήταν η γλωσσική πανωλεθρία και για έναν πρόσθετο λόγο. Λέξεις που είχαν μεταφράσει σωστά, αφού είχαν ακρίτως παπαγαλίσει, όταν τους ζητήθηκε να τις τεχνολογήσουν και να τις σημασιολογήσουν (ομολογώ, έξοχη παγίδα του εξεταστή) έγραφαν άλλα αντ΄ άλλων. Θέλετε παραδείγματα; Υπενθυμίζω, αυτοί όλοι αύριο θα χτυπάνε τις πόρτες της δημόσιας εκπαίδευσης και θα γίνουν «δάσκαλοι» των παιδιών σας. Τους δίδεται η λέξη «φρούδος» και ο εξεταζόμενος ερμηνεύει: απότομα, με βία! Ελπίζετε τίποτε απ΄ αυτόν; Φρούδες ελπίδες! Τους δίδεται η προστακτική «Απόδος» του ρήματος «αποδίδωμι». Ο ένας το θέλει «ουσιαστικό θηλυκού γένους γ΄ κλίσεως», ο άλλος «ουσιαστικό που σημαίνει γυμνός», άλλος το χαρακτηρίζει «μετοχή» και ο τετραπέρατος το αναλύει «α+ποδός, σημαίνει χωρίς πόδια»! Δοξάστε τον! Η λέξη «γαστέρα» ερμηνεύεται «έγκυος», το ρήμα «λοιδορεί» σημαίνει, λέει ο πονηρούλης, «πορνεύω» και άλλος «καθυστερώ». Τη μετοχή «μειδιώσα» άλλος, που την έχει μεταφράσει σωστά, την ερμηνεύει: «συνοφρυώνομαι», άλλος την ερμηνεύει «μαδάω», άλλος «σιχαμερή» και άλλος «φοβιτσιάρα». Μειδιάστε, παρακαλώ! Το «Ωδίνειν» (που να μην είχε ωδίνη η μάνα τους!) σημαίνει «αυτός που δίνει» ( ευτυχώς, όχι αυτός που το δίνει!). «Ώναρ» (κράση του ώ όναρ) χαρακτηρίζεται «μόριο». «Θέασαι» λέει το κείμενο, μεταφράζει σωστά «κοίτα» και στις παρατηρήσεις γράφει «τρέχω». Τους δίδεται η προστακτική «κάθελε» («καθελών του ξύλου» που λένε τα εγκώμια;), ενώ το μεταφράζει σωστά «κατέβασε», το σημασιολογεί «τρίτο ενικό του θέλω»! Το ρήμα «άπιθι» του άπειμι, απέρχομαι, από τον ένα σημασιολογείται ρήμα απυνθάνομαι = δεν πληροφορούμαι (!) και από τον άλλο: «γυμνός». Λαθείν (του λανθάνω), ο ένας «απαρέμφατο του λαθώ, βοηθώ», ο άλλος «σκαπουλάρω»! Η προστακτική του ρήματος έπομαι, έπου, μεταφράζεται «από πίσω». Άφεριμ! Η δοτική «τοις Μήδοις» αποδίδεται από τον «υποψιασμένο»: «Η Μήδεια του Ευριπίδη».


«Ποιος, καλέ, είναι αυτός ο Κάλβος;»

Σταματώ εδώ. Κάποτε θεωρούσαμε αντιπαιδαγωγικό να σταχυολογούμε «μαργαριτάρια» και να γελάμε στις συναθροίσεις μας. Και ήταν. Διότι ήταν γλωσσικές αμαρτίες παιδιών του δημοτικού και του γυμνασίου και βέβαια όχι των καλύτερων μαθητών. Αλλά εδώ, φίλοι, είναι φοιτητές της Φιλολογίας, τριτοετείς και επί πτυχίω, που έδωσαν πριν από τέσσερα χρόνια εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθαν στη Φιλοσοφική Σχολή της επαρχίας και θεωρούνται υψηλόβαθμοι. Φέτος ανακοινώθηκε πως οι βάσεις των Φιλολογικών Τμημάτων ανέβηκαν γιατί οι υποψήφιοι αρίστευσαν στα Αρχαία Ελληνικά! Αλλά τι κάθομαι και γράφω, αφού το ποσοστό αποτυχίας στο ΑΣΕΠ πτυχιούχων φιλολόγων που φιλοδοξούν να γίνουν δημόσιοι εκπαιδευτικοί δάσκαλοι των παιδιών μας είναι απελπιστικό. Αφού υπάρχουν και φαινόμενα αποτυχόντων στο ΑΣΕΠ πριμοδοτημένων με μόρια που δίδαξαν ακόμη και τέσσερα χρόνια ως αναπληρωτές. Πράγμα που σημαίνει πως απέτυχαν ως φιλόλογοι, ενώ επί τέσσερα χρόνια δίδασκαν μαθητές, πιθανόν και υποψηφίους για τα ΑΕΙ και τη Φιλολογία! Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ. Υπάρχουν, θα πείτε δικαίως, και οι καλοί φοιτητές, αυτοί που εξετάστηκαν και πέτυχαν. Φυσικά, αλίμονο. Και αλίμονο δύο φορές, αφού δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση. Γιατί το σλόγκαν που κυκλοφορεί στα πανεπιστήμια είναι «ο εισερχόμενος εξέρχεται». Και όλοι μπαίνουν στον ίδιο λογαριασμό. Παλιότερα υπήρχε η επετηρίδα. Φωνάζαμε τότε να προηγούνται οι αριστούχοι και να μην είναι κριτήριο μόνο η χρονιά απόκτησης του πτυχίου. Έτσι περιμένοντας στην ουρά το στάρι και η ήρα, έσπευδαν τα ιδιωτικά και τα φροντιστήρια και τσιμπούσαν τους αναμένοντες τη σειρά τους αριστούχους. Καμιά δειγματοληψία γραπτών από το ΑΣΕΠ θα έχουμε; Γιατί πρόσφατα αριστούχα μαθήτριά μου που διαγωνίστηκε μού έλεγε πως στην αίθουσα που διαγωνίζονταν πιεζόταν από δύο συνυποψήφιες εκατέρωθεν να της ψιθυρίσουν «Ποιος, καλέ, είναι αυτός ο Κάλβος;».