Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

και το τέταρτο μέρος από το δοκίμιο "Η μεταφυσική του εθνικομπολσεβικισμού"
4. Η Μεταφυσική του Μπολσεβικισμού
(Μάρξ «από τα δεξιά»)


Θα αναφερθούμε τώρα στην διαφώτιση του πως δυνάμεθα να ερμηνεύσουμε και τα δύο συνθετικά του όρου «εθνικομπολσεβικισμός» κατά μία αποκλειστικά μεταφυσική έννοια.
Ο όρος «μπολσεβικισμός» πρωτοεμφανίστηκε, όπως είναι γνωστό, κατά την διάρκεια των συζητήσεων εντός του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος ως προσδιορισμός της ομάδος που τάχθηκε με το μέρος του Λένιν. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η πολιτική του Λένιν στην ρωσική Σοσιαλδημοκρατία συνίστατο στον απεριόριστο ριζοσπαστισμό, στην απόρριψη συμβιβασμών, στον τονισμό του ελιτίστικου χαρακτήρος του κόμματος και στον «Μπλανκισμό» (η θεωρία της «επαναστατικής συνομωσίας»). Οι άνθρωποι που αργότερα έκαναν την Οκτωβριανή Επανάσταση και κατέλαβαν την εξουσία στην Ρωσία αποκαλούνταν μπολσεβίκοι. Σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση ο όρος «μπολσεβικισμός» έχασε την αρχική του σημασία και έφθασε να γίνεται αντιληπτός ως συνώνυμο της «πλειοψηφίας» , της «πανεθνικής πολιτικής», της «εθνικής ολοκληρώσεως» (ως «μπολσεβίκος» μπορεί να μεταφρασθεί κατά προσέγγιση από την ρωσική «ο αντιπρόσωπος του λαού»). Σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ο «μπολσεβικισμός» θεωρείτο ως μία αποκλειστικά ρωσική, εθνική εκδοχή του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού, αντιτιθέμενη στους αφηρημένους δογματισμούς των αφηρημένων Μαρξιστών και ταυτοχρόνως στις κομφορμιστικές τακτικές άλλων σοσιαλδημοκρατικών τάσεων. Μία τέτοια ερμηνεία του μπολσεβικισμού ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος χαρακτηριστική για την Ρωσία και σχεδόν αποκλειστική για την Δύση. Η αναφορά, ωστόσο, του μπολσεβικισμού στον συνδυασμό του όρου «εθνικο-μπολσεβικισμός» δεν περιορίζεται στην ιστορική αυτήν έννοια. Το ερώτημα πρόκειται περί μίας συγκεκριμένης πολιτικής, η οποία είναι κοινή για όλες τις ριζοσπαστικές αριστερές τάσεις σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής φύσεως. Μπορούμε να αποκαλέσουμε την πολιτική αυτήν «ριζοσπαστική», «επαναστατική», «αντι-φιλελεύθερη». Εδώ εννοείται η άποψη των αριστερών διδασκαλιών, τις οποίες ο Πόππερ κατατάσσει στις «ολοκληρωτικές ιδεολογίες» ή στις διδασκαλίες των «εχθρών της ανοικτής κοινωνίας». Ο μπολσεβικισμός, έτσι, δεν είναι απλώς μία συνέπεια της επιρροής της ρωσικής διανοίας στο σοσιαλδημοκρατικό δόγμα. Αποτελεί ένα συγκεκριμένο στοιχείο παρόν σε ολόκληρη την αριστερή φιλοσοφία, η οποία μπορούσε να αναπτυχθεί ελευθέρως και ανοικτά μόνον υπό ρωσικές συνθήκες.
Στις ύστερες αυτές ημέρες οι πλέον αντικειμενικοί ιστορικοί όλο και πιο συχνά θέτουν το ερώτημα: « Είναι ο φασισμός πραγματικά μια «δεξιά» ιδεολογία;» Η ύπαρξη και μόνον ενός τέτοιου ερωτήματος, οδηγεί σε μία ευκαιρία της ερμηνείας του «φασισμού» ως ένα πιο περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο εμφανίζει ένα μεγάλο μέρος τυπικών «αριστερών» χαρακτηριστικών. Απ’ όσο γνωρίζουμε το συμμετρικό ερώτημα: «Και η κομμουνιστική ιδεολογία είναι πράγματι αριστερή; » δεν έχει τεθεί ακόμη. Το ερώτημα, όμως, τούτο καθίσταται όλο και πιο επείγον. Είναι αναγκαίο να το θέσουμε.
Είναι δύσκολο να αρνηθούμε τα αυθεντικά «αριστερά» στοιχεία στον κομμουνισμό, όπως η προσφυγή στον ορθολογισμό, την πρόοδο, τον ανθρωπισμό, τον εξισωτισμό κλπ. Παράλληλα, όμως, με αυτά διαθέτει στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα παρεκκλίνουν των πλαισίων της «αριστεράς» και σχετίζονται με την σφαίρα του παράλογου, του μυθολογικού, του αρχαϊκού, του αντι-ανθρωπιστικού και ολοκληρωτικού. Είναι αυτό το σύνολο των δεξιών συστατικών της κομμουνιστικής ιδεολογίας, τα οποία θα έπρεπε να ονομάζονται «μπολσεβικισμός» με την πλέον κοινή έννοια. Υπό το πρίσμα της αυθεντικά «αριστερής» προοδευτικής θεωρήσεως ο Μαρξισμός φαινόταν ήδη διφορούμενος στα δύο συστατικά του στοιχεία. Πρόκειται για την κληρονομιά των ουτοπικών σοσιαλιστών και Εγελενιασμού. Μόνον η ηθική του Φώϋερμπαχ διαφεύγει από αυτήν την «μπολσεβικική» στην ουσία της ιδεολογική κατασκευή του Μάρξ, προσδίδοντας σε όλη αυτήν την συζήτηση μία συγκεκριμένη ονοματολογική πινελιά ανθρωπισμού και προοδευτικότητας.
Οι ουτοπιστές σοσιαλιστές, οι οποίοι δίχως αμφιβολία συμπεριλαμβάνονται από τον Μάρξ στους προδρόμους και δασκάλους του, εκπροσωπούν έναν εξειδικευμένο μυστικιστικό μεσσιανισμό και προπομποί της επιστροφής στην «Χρυσή Εποχή». Στην πράξη όλοι τους υπήρξαν μέλη εσωτεριστικών οργανώσεων, εντός των οποίων επικρατούσε ατμόσφαιρα ριζοσπαστικού μυστικισμού, Εσχατολογίας και αποκαλυπτικών χαρισμάτων. Ο κόσμος αυτός αποτελούσε ένα μίγμα σεκταριστικών, αποκρυφιστικών και θρησκευτικών κινήτρων, το νόημα των οποίων περιορίστηκε στο ακόλουθο σχήμα: «Ο σύγχρονος κόσμος είναι ανέλπιστα κακός, έχει απωλέσει την ιερή του διάσταση. Οι θρησκευτικοί οργανισμοί έχουν εκφυλισθεί και έχουν χάσει την ευλογία του Θεού (η θεματολογία είναι κοινή σε ακραίες Προτεσταντικές σέκτες, «Αναβαπτιστές» και Ρώσσους παλαιοπιστούς). Ο κόσμος αυτός κυβερνάται από το κακό, τον υλισμό, την απάτη, από ψέματα και εγωισμό. Οι μυημένοι, όμως, γνωρίζουν για μία κοντινά επερχόμενη νέα χρυσή εποχή και προωθούν τον ερχομό αυτόν με τις αινιγματικές τελετουργίες τους και αποκρυφιστικές πράξεις. »
Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αναπαρήγαγαν αυτό το κοινό στον δυτικό μεσσιανικό αποκρυφισμό μοτίβο στην κοινωνική πραγματικότητα και προσέδωσαν στον επερχόμενο χρυσόν αιώνα τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του. Υπήρξε συγκεκριμένα ένα σημείο εξορθολογισμού του εσχατολογικού μύθου, ταυτόχρονα, όμως, ο υπερφυσικός χαρακτήρας του ερχόμενου Βασιλείου, του Regnum, είναι εμφανής στα κοινωνικά προγράμματα και τις διακηρύξεις τους, στις οποίες μπορεί κάποιος με ευκολία να εντοπίσει μία αναφορά στα θαύματα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας (ναυσιπλοΐα με δελφίνια, έλεγχος του καιρού, κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες, αεροπλοΐα κλπ) Απολύτως εμφανές, λοιπόν, ότι η πολιτική αυτή έχει σχεδόν παραδοσιακό χαρακτήρα και ένας τόσο ριζοσπαστικός εσχατολογικός μυστικισμός, η ιδέα της επιστροφής στην Αρχή, το καθιστά απολύτως λογικό να το ονομάζεις όχι απλώς «δεξιό» στοιχείο, αλλά ακόμη και «ακραία δεξιό».
Περνάμε τώρα στον Χέγκελ και την διαλεκτική του. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις του φιλοσόφου ήταν ακραία αντιδραστικές. Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα. Εάν μελετήσουμε προσεκτικότερα την εγελιανή διαλεκτική στην μεθοδολογική βάση της φιλοσοφίας του (και ήταν η διαλεκτική μέθοδος που δανείστηκε ο Μάρξ από τον Χέγκελ στον μεγαλύτερο βαθμό) , θα βρούμε ένα συμπαγές παραδοσιαστικό και εσχατολογικό δόγμα, το οποίο χρησιμοποιεί μία συγκεκριμένη ορολογία.
Η μεθοδολογία αυτή, επιπλέον, αντανακλά την δομή της μυητικής, εσωτερίστικης προσεγγίσεως τα γνωσιολογικά προβλήματα, ξέχωρα από την βέβηλη, καθημερινή λογική του Καρτέσιου και του Κάντ, η οποία βασιζόταν στην «κοινή λογική», στις γνωσιολογικές εξειδικεύσεις της «καθημερινής συνειδήσεως», της οποίας, όπως σημειώσαμε a propos, όλοι οι φιλελεύθεροι και ο Κάρλ Πόππερ χωριστά είναι απολογητές.
Η εγελιανή φιλοσοφία της ιστορίας είναι μία παραδοσιακή μυθολογική εκδοχή , αναμεμειγμένη με καθαρή χριστιανική τελεολογία. Η Απόλυτη Ιδέα αποξενώνεται από τον εαυτό της και γίνεται ο κόσμος (ας ενθυμηθούμε την ρήση του Κορανίου: «Ο Αλλάχ ήταν ένας κρυμμένος θησαυρός, που επιθυμούσε να μαθευτεί»).
Αποκτώντας υπόσταση κατά την διάρκεια της ιστορίας, η Απόλυτη Ιδέα επηρεάζει τους ανθρώπους έξωθεν, όπως ένα «ruse της Κοσμικής Διανοίας», προκαθορίζοντας τον προνοιακό χαρακτήρα ιστού γεγονότων. Στο τέλος, όμως, μέσω της ελεύσεως του υιού του Θεού, η αποκαλυπτική οπτική της ολικής συνειδητοποιήσεως της Απολύτου Ιδέας φανερώνει τον εαυτό της στο υποκειμενικό πεδίο, το οποίο χάρις σε αυτήν την διαδικασία γίνεται «αντικειμενικό» αντί για «υποκειμενικό». Το Όν και η Ιδέα γίνονται ένα. Το Άτμαν συμπίπτει με το Μπράμαν. Και αυτό συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο επιλεγμένο βασίλειο, σε μία αυτοκρατορία του Τέλους, την οποίαν ο Γερμανός εθνικιστής Χέγκελ ταυτοποιούσε με την Πρωσσία.
Η Απόλυτη Ιδέα είναι η θέσις. Η αποξένωσή της διαμέσου της ιστορίας είναι η αντίθεσις. Η συνειδητοποίησή της στο εσχατολογικό Βασίλειο είναι η σύνθεσις.
Η γνωσιολογία του Χέγκελ βασίζεται σε μία τέτοια θεώρηση της οντολογίας. Εκτός από τον συνήθη ρασιοναλισμό, ο οποίος βασίζεται στους νόμους της επίσημης λογικής, ενεργώντας μόνον με θετικές διατυπώσεις, περιορισμένος από τις αιτία- και- αποτέλεσμα σχέσεις, η «νέα λογική» του Χέγκελ υπολογίζει την ειδική οντολογική διάσταση, αναμεμειγμένη με την πιθανή όψη ενός πράγματος, το οποίο δεν είναι προσβάσιμο για την «καθημερινή συνείδηση», αλλά χρησιμοποιείται ενεργά από τις μυστικές σχολές του Παράκελσου, του Μποέμ, των Ερμητιστών και των Ροδόσταυρων. Το γεγονός ενός υποκειμένου ή μίας δηλώσεως (στο οποίο περιορίζεται η καντιανή «καθημερινή» γνωσιολογία) αποτελεί για τον Χέγκελ ακόμη μία από τις τρείς υποστάσεις. Η Δεύτερη Υπόσταση είναι η «άρνηση» αυτού του γεγονότος και δεν ερμηνεύεται ως καθαρό μηδέν (όπως το θεωρεί η επίσημη λογική) , αλλά ως ία ειδική υπερδιανοητική τροπικότητα της υπάρξεως ενός πράγματος ή μίας δηλώσεως. Η Πρώτη Υπόσταση είναι Ding fuer uns («ένα πράγμα για εμάς»). Η Δεύτερη είναι Ding an sich («ένα πράγμα εντός του εαυτού του»). Εκτός, όμως, από την θεώρηση του Κάντ το «πράγμα εντός του εαυτού του» ερμηνεύεται όχι ως κάτι υπερβατικό και αληθινά αποφατικό, όχι ως γνωσιολογικό μη-είναι, αλλά ως το γνωσιολογικό άλλως δύνασθαι είναι. Και οι δύο αυτές συγγενείς Υποστάσεις καταλήγουν στην Τρίτη, η οποία αποτελεί την σύνθεση, αγκαλιάζοντας και την δήλωση και την άρνηση, και την θέση και την αντίθεση. Έτσι, εάν κάποιος εξετάσει με συνέπεια την πρόοδο της σκέψεως, η σύνθεση προκύπτει μετά από την «άρνηση» ως δεύτερη άρνηση π.χ. «Άρνηση της αρνήσεως». Στην σύνθεση χρησιμοποιούνται και τα δύο στοιχεία. Το πράγμα συνυπάρχει με τον ίδιο του τον θάνατο, ο οποίος αξιολογείται υπό ειδική οντολογική και γνωσιολογική σκοπιά όχι ως κενότητα, αλλά ως το άλλως-δύνασθαι-είναι της ζωής, ως η ψυχή. Ο καντιανός γνωσιολογικός πεσσιμισμός, η ρίζα της φιλελεύθερης μετα-ιδεολογίας, ανατρέπεται, αποκαλύπτεται ως επιπολαιότητα και το Ding an sich («ένα πράγμα εντός του εαυτού του») γίνεται Ding fuer sich («ένα πράγμα για τον εαυτό του»). Το νόημα του κόσμου και ο ίδιος ο κόσμος συνδυάζονται στην εσχατολογική σύνθεση, όπου η ύπαρξη και η ανυπαρξία είναι παρούσες μαζί, δίχως να αλληλοαναιρούνται. Το Επίγειο Βασίλειο του Τέλους κυβερνώμενο από την κάστα των μυημένων (η ιδανική Πρωσία) ενώνεται με την κατερχόμενη Νέα Ιερουσαλήμ. Το τέλος της ιστορίας και η εποχή του Αγίου Πνεύματος έρχονται.
Το εσχατολογικό και μεσσιανικό αυτό σενάριο, αφότου είχε υιοθετηθεί από τον Μάρξ, εφαρμόσθηκε σε μία λίγο διαφορετική σφαίρα, σε αυτήν των βιομηχανικών σχέσεων. Ενδιαφέρον-γιατί το έκανε άραγε; Οι συνήθεις «δεξιοί» το εξηγούν «εξαιτίας της ελλείψεως του ιδεαλισμού» ή το αποδίδουν «στην σκληρή του φύση» (εάν όχι στις ανατρεπτικές του προθέσεις). Εξαιρετικά απλοϊκή εξήγηση, η οποία, το δίχως άλλο, είναι δημοφιλής σε αρκετές γενιές αντιδραστικών. Το πλέον πιθανόν είναι ότι ο Μάρξ, ο οποίος συνήθιζε να μελετά σε βάθος την αγγλική πολιτική οικονομία, σοκαρίσθηκε από τις ομοιότητες μεταξύ των φιλελευθέρων θεωριών του Άνταμ Σμίθ, που αντιμετώπιζε την ιστορία ως μία προοδευτική κίνηση προς την κοινωνία της ανοικτής αγοράς και την παγκοσμιοποίηση ενός υλικού νομισματικού κοινού παρανομαστή και τις θεωρίες του Χέγκελ αναφορικά με την ιστορική αντίθεση, π.χ. η αποξένωση της Απόλυτης Ιδέας διαμέσου της ιστορίας. Ο Μάρξ ευφυώς ταυτοποίησε την υπέρτατη αυτό-αποξένωση με το Κεφάλαιο, την κοινωνική μορφοποίηση, η οποία ενεργώς υπέταξε την Ευρώπη στην εποχή του.
Η ανάλυση της δομής του καπιταλισμού, η ιστορία της αναπτύξεώς του έδωσε στον Μάρξ την γνώση των μηχανισμών αποξενώσεως , την αλχημική φόρμουλα των λειτουργικών της κανόνων. Και η κατανόηση αυτή των μηχανισμών, «οι φόρμουλες της αντιθέσεως», αποτελούσαν απλώς την πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την Μεγάλη Παλινόρθωση ή για την Τελευταία Επανάσταση. Για τον Μάρξ το Βασίλειο του επερχόμενου κομμουνισμού δεν ήταν μόνον η πρόοδος, αλλά και το αποτέλεσμα, το αναποδογύρισμα, η «επανάσταση» στην ετυμολογική διάσταση της λέξεως αυτής. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι αποκαλεί το αρχικό στάδιο της ανθρώπινης αναπτύξεως «πρωτόγονο κομμουνισμό». Η θέσις είναι ο «πρωτόγονος κομμουνισμός», η αντίθεσις είναι το Κεφάλαιο, η σύνθεσις είναι ο παγκόσμιος κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός είναι συνώνυμος με το Τέλος της Ιστορίας, με την εποχή του Αγίου Πνεύματος. Ο υλισμός και η όξυνση των οικονομικών και των βιομηχανικών σχέσεων επιβεβαιώνουν όχι μόνον την πρακτικότητα του Μάρξ στο πεδίο ενδιαφέροντός του, αλλά και την φιλοδοξία του για την μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας και την ριζική αποποίηση των συμβιβαστικών ονείρων αυτών των ανεύθυνων ονειροπόλων, οι οποίοι μόνον επιτείνουν το στοιχείο της αποξενώσεως με την παθητικότητά τους. Σύμφωνα με μία τέτοια λογική θα μπορούσαμε να επικρίνουμε τους αλχημιστές του μεσαίωνα για «υλισμό» και για πείνα για κέρδος, εάν δεν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον βαθιά πνευματικό και μυητικό συμβολισμό, που κρύβεται πίσω από τις πραγματείες τους για την ουρική απόσταξη, την κατασκευή χρυσού, την μετατροπή αλάτων σε μέταλλα κλπ.
Είναι αυτή η Γνωστική τάση του Μάρξ και των προκατόχων του, στην οποίαν επικεντρώθηκαν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι, που ανετράφησαν σε περιβάλλον, όπου οι αινιγματικές δυνάμεις των ρωσικών σεκτών, ο μυστικισμός, ο εθνικός μεσσιανισμός, οι μυστικές εταιρίες και οι παθιασμένοι ρομαντικοί χαρακτήρες των Ρώσων επαναστατών συγκεντρώνονταν εναντίον του αποξενωμένου, εγκόσμιου, διεφθαρμένου μοναρχικού καθεστώτος. Μόσχα-Τρίτη Ρώμη, ο ρωσικός λαός ως ο εκλεκτός του Θεού, το έθνος του ανθρώπου. Η Ρωσία προορίζεται να σώσει τον κόσμο. Όλες αυτές οι ιδέες εμπότιζαν την ρωσική ζωή, την οποίαν μοιράζονταν με τις απόκρυφες συνομωσίες που συνδέονταν με τον μαρξισμό. Εκτός, όμως, από τις καθαρά πνευματιστικές φόρμουλες, ο μαρξισμός προσέφερε οικονομική, κοινωνική και πολιτική στρατηγική, που ήταν καθαρή και συμπαγής, ξεκάθαρη ακόμα και για τον απλοϊκότερο άνθρωπο και που έδινε βάση για κοινωνικά και πολιτικά μέτρα.
Ήταν απλώς ο «δεξιός μαρξισμός» που θριάμβευσε στην Ρωσία, επικρατώντας με το όνομα «μπολσεβικισμός». Δεν σημαίνει, όμως, ότι μόνον στην Ρωσία ήταν τέτοια τα ζητήματα. Παρόμοια τάση ενυπάρχει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα ανά τον κόσμο, εάν, συγκεκριμένα, δεν εκφυλίζονται στο κοινοβουλευτικό κόμμα της Σοσιαλδημοκρατίας, συμβιβαζόμενα με το φιλελεύθερο πνεύμα. Δεν προξενεί, λοιπόν, έκπληξη ότι σοσιαλιστικές επαναστάσεις έλαβαν χώρα εκτός από την Ρωσία μόνον στην Ανατολή: στην Κίνα, την Κορέα, το Βιετνάμ κλπ. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει για άλλη μια φορά ότι μόνον οι παραδοσιακοί, μη προοδευτικοί, οι λιγότερο σύγχρονοι («αποξενωμένοι από το Πνεύμα») και, αντιστοίχως, οι πλέον «συντηρητικοί», οι πλέον «δεξιοί» λαοί και έθνη αναγνώρισαν την μυστικιστική, πνευματική, «μπολσεβικική» ουσία του κομμουνισμού.
Ο εθνικομπολσεβικισμός εναλλάσσεται σε ακριβώς μία τέτοια μπολσεβικική παράδοση, την πολιτική του «δεξιού κομμουνισμού», ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τις αρχαίες κομμουνιστικές κοινωνίες και τα πνευματικά δόγματα σε ξέμακρες εποχές. Έτσι, η οικονομική θεώρηση του κομμουνισμού δεν φθίνει, δεν απορρίπτεται, αλλά θεωρείται ως ένας μοχλός θεουργικής και μαγικής πρακτικής, ως ένα ιδιαίτερο εργαλείο μετατροπής της πραγματικότητας. Το μόνο πράγμα που θα έπρεπε να απορριφθεί εδώ είναι μία ανεπαρκής, ιστορικά εξουθενωμένη μαρξιστική ρητορική, στην οποίαν τα επουσιώδη, συμφυή σε μία παρελθούσα εποχή, ανθρωπιστικά και προοδευτικά θέματα είναι συχνά παρόντα.
Ο μαρξισμός των εθνικομπολσεβίκων σημαίνει Μάρξ μείον Φώϋερμπαχ, δηλαδή μείον τον εξελικτισμό, εμφανίζων κάποιες φορές αδρανή ανθρωπισμό.