Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, 18-12-2007
Σε 481.501 ανέρχονται οι άδειες παραμονής μεταναστών στα μέσα Οκτωβρίου, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών που δόθηκαν στη δημοσιότητα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Μετανάστη. Πάντως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των μεταναστών που διαβιούν στην Ελλάδα φτάνει από 1 έως 1,7 εκατ. ανθρώπους.
Με την πρώτη διαδικασία νομιμοποίησης το 1998 είχαν αποκτήσει «χαρτιά» 370.000 μετανάστες και με τη δεύτερη το 2001 είχαν νομιμοποιηθεί 350.000 μετανάστες.
Οι διαφορές στον αριθμό νομιμοποίησης μεταναστών (με χαρακτηριστική τη μείωση του αριθμού τους το 2001) σχετίζονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες είχαν αναγκάσει ομάδες μεταναστών που ήταν «νόμιμοι» με τη μια διαδικασία να επιστρέψουν στην παρανομία με την επόμενη και είχαν επιστρέψει σε νέες ομάδες μεταναστών να νομιμοποιηθούν.
Η επώδυνη σύνδεση των αδειών παραμονής με τα ένσημα έχει οδηγήσει πολλούς πρώην μετανάστες από χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης (κυρίως Πολωνούς) να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να προτιμήσουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς η ένταξη στην ΕΕ διεύρυνε τις δυνατότητές εύρεσης εργασίας υπό καλύτερες συνθήκες σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σύμφωνα με τον Δείκτη Πολιτικής Ένταξης Μεταναστών (που δημιουργήθηκε το 2004 από την ΕΕ) η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται επισφαλής για τους μετανάστες.
Κυρίως νέοι και Αλβανοί
Έτσι, σήμερα το 63% των μεταναστών προέρχεται από τη γειτονική Αλβανία με 303.225 νόμιμες άδειες παραμονής, ενώ σε πολύ μικρότερα νούμερα εμφανίζονται οι άδειες από Βουλγαρία (27.182), Ουκρανία (19.005), Ρουμανία (15.884), Γεωργία (12.990), Πακιστάν (12.126), Ρωσία (10.704) και Αίγυπτο (10.356).
Τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών αποτελούν νέοι άνθρωποι μεταξύ 19-40 ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΣ αποτελούν το 56% (268.324) των νομίμων μεταναστών, ενώ το 17% είναι παιδιά δεύτερης γενιάς ηλικίας έως 18 ετών (80.860).
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των νομίμων μεταναστών, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 59,3% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 13,4% απόφοιτοι ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το 16,2% είναι απόφοιτοι δημοτικού και το 9,2% δεν έχει ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο δημοτικό ή είναι αναλφάβητοι. Το ποσοστό των τελευταίων είναι πολύ υψηλότερο μεταξύ των μεταναστών χωρίς νόμιμα χαρτιά.
Για την κατοικία
Το 1998 κάποιοι μετανάστες (στη συντριπτική τους πλειοψηφία Αλβανοί) άρχισαν να αγοράζουν κατοικία και σήμερα το 5% των μεταναστών έχει ιδιόκτητη κατοικία. Σύμφωνα με στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακού Προϋπολογισμού 2004/2005 που επεξεργάσθηκε το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 85% των κατοικιών των μεταναστών έχει κατασκευασθεί πριν από το 1980.
Το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών των μεταναστών ανέρχεται σε 1.550 ευρώ και είναι κατά 28% χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ελληνικών νοικοκυριών. Τα έσοδα των νοικοκυριών τους προέρχεται από μισθούς και ημερομίσθια. Δαπανούν το 20,5% του εισοδήματός τους για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, το 19,6% για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα, φωτισμό και το 10,6% για μεταφορές.
Το 32% των νομίμων μεταναστών απασχολείται στις κατασκευές, το 20,5% είναι γυναίκες που απασχολούνται ως οικιακό προσωπικό, το 12,8% απασχολείται στις μεταποιητικές βιομηχανίες, το 11,6% στο εμπόριο και τις επισκευές, το 8,2% σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, το 6% σε γεωργία και κτηνοτροφία κ.ά. Οι ανασφάλιστοι μετανάστες εκτιμάται ότι αποτελούν το 13% τουλάχιστον του μεταναστευτικού πληθυσμού. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους ημεδαπούς εκτιμάται στο 4% του εργατικού δυναμικού.
Φτωχοί στην Ελλάδα
Πάντως, σύμφωνα με ανάλυση που εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής και Έρευνας, η Ελλάδα παρουσιάζει από τα μικρότερα χάσματα μεταξύ ενδεών Ελλήνων και μεταναστών. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων που ζει στα όρια της φτώχειας ορίζεται στο 22% και το ποσοστό των μεταναστών που ζει στα όρια της φτώχειας ορίζεται στο 33%. Το χάσμα είναι πολύ μεγαλύτερο σε άλλα κράτη της ΕΕ.
Σε ανακοίνωσή του το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΝ υπογραμμίζει την ύπαρξη πλήθους διακρίσεων και οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου.
Με την πρώτη διαδικασία νομιμοποίησης το 1998 είχαν αποκτήσει «χαρτιά» 370.000 μετανάστες και με τη δεύτερη το 2001 είχαν νομιμοποιηθεί 350.000 μετανάστες.
Οι διαφορές στον αριθμό νομιμοποίησης μεταναστών (με χαρακτηριστική τη μείωση του αριθμού τους το 2001) σχετίζονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες είχαν αναγκάσει ομάδες μεταναστών που ήταν «νόμιμοι» με τη μια διαδικασία να επιστρέψουν στην παρανομία με την επόμενη και είχαν επιστρέψει σε νέες ομάδες μεταναστών να νομιμοποιηθούν.
Η επώδυνη σύνδεση των αδειών παραμονής με τα ένσημα έχει οδηγήσει πολλούς πρώην μετανάστες από χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης (κυρίως Πολωνούς) να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να προτιμήσουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς η ένταξη στην ΕΕ διεύρυνε τις δυνατότητές εύρεσης εργασίας υπό καλύτερες συνθήκες σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σύμφωνα με τον Δείκτη Πολιτικής Ένταξης Μεταναστών (που δημιουργήθηκε το 2004 από την ΕΕ) η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται επισφαλής για τους μετανάστες.
Κυρίως νέοι και Αλβανοί
Έτσι, σήμερα το 63% των μεταναστών προέρχεται από τη γειτονική Αλβανία με 303.225 νόμιμες άδειες παραμονής, ενώ σε πολύ μικρότερα νούμερα εμφανίζονται οι άδειες από Βουλγαρία (27.182), Ουκρανία (19.005), Ρουμανία (15.884), Γεωργία (12.990), Πακιστάν (12.126), Ρωσία (10.704) και Αίγυπτο (10.356).
Τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών αποτελούν νέοι άνθρωποι μεταξύ 19-40 ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΣ αποτελούν το 56% (268.324) των νομίμων μεταναστών, ενώ το 17% είναι παιδιά δεύτερης γενιάς ηλικίας έως 18 ετών (80.860).
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των νομίμων μεταναστών, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 59,3% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 13,4% απόφοιτοι ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το 16,2% είναι απόφοιτοι δημοτικού και το 9,2% δεν έχει ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο δημοτικό ή είναι αναλφάβητοι. Το ποσοστό των τελευταίων είναι πολύ υψηλότερο μεταξύ των μεταναστών χωρίς νόμιμα χαρτιά.
Για την κατοικία
Το 1998 κάποιοι μετανάστες (στη συντριπτική τους πλειοψηφία Αλβανοί) άρχισαν να αγοράζουν κατοικία και σήμερα το 5% των μεταναστών έχει ιδιόκτητη κατοικία. Σύμφωνα με στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακού Προϋπολογισμού 2004/2005 που επεξεργάσθηκε το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 85% των κατοικιών των μεταναστών έχει κατασκευασθεί πριν από το 1980.
Το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών των μεταναστών ανέρχεται σε 1.550 ευρώ και είναι κατά 28% χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ελληνικών νοικοκυριών. Τα έσοδα των νοικοκυριών τους προέρχεται από μισθούς και ημερομίσθια. Δαπανούν το 20,5% του εισοδήματός τους για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, το 19,6% για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα, φωτισμό και το 10,6% για μεταφορές.
Το 32% των νομίμων μεταναστών απασχολείται στις κατασκευές, το 20,5% είναι γυναίκες που απασχολούνται ως οικιακό προσωπικό, το 12,8% απασχολείται στις μεταποιητικές βιομηχανίες, το 11,6% στο εμπόριο και τις επισκευές, το 8,2% σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, το 6% σε γεωργία και κτηνοτροφία κ.ά. Οι ανασφάλιστοι μετανάστες εκτιμάται ότι αποτελούν το 13% τουλάχιστον του μεταναστευτικού πληθυσμού. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους ημεδαπούς εκτιμάται στο 4% του εργατικού δυναμικού.
Φτωχοί στην Ελλάδα
Πάντως, σύμφωνα με ανάλυση που εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής και Έρευνας, η Ελλάδα παρουσιάζει από τα μικρότερα χάσματα μεταξύ ενδεών Ελλήνων και μεταναστών. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων που ζει στα όρια της φτώχειας ορίζεται στο 22% και το ποσοστό των μεταναστών που ζει στα όρια της φτώχειας ορίζεται στο 33%. Το χάσμα είναι πολύ μεγαλύτερο σε άλλα κράτη της ΕΕ.
Σε ανακοίνωσή του το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΝ υπογραμμίζει την ύπαρξη πλήθους διακρίσεων και οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου.