Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

από την εφημερίδα Αυγή, 12/10/2007


"Με το θεώρημα των εθνικοτήτων δεν θα πάρουμε την Μακεδονία, διότι, αν κι ευρίσκονται ελληνικά στοιχεία σκορπισμένα εις όλην την χώραν, μόνον τα νότια αυτής μέρη κατοικούνται πυκνά από Έλληνες. Με τα θεωρήματα των απαράγραπτων ιστορικών δικαίων όσον και αν τα φωνάζωμεν μεταξύ μας και εις την οικουμένην δεν θα πάρωμεν την Μακεδονίαν, διότι απαράγραπτα δικαιώματα δεν υπάρχουν εις την γην και πολλών ειδών παραγραφές ισχύουν εις το διεθνές δίκαιον...Εις την Μακεδονία θα εμφανιστεί την δωδεκάτην ώραν ο Μακιαβέλης. Αν αυτός είναι Βούλγαρος, η Μακεδονία θα γίνη Βουλγαρική, αν είναι Έλλην θα γίνει ελληνική, αν είναι Ρώσος, φίλος της αυτονομίας θα γίνη αυτόνομον κράτος σλαυικόν... Είναι ακόμη καιρός να γίνη Έλλην ο Μακιαβέλης" (από αδημοσίευτο άρθρο του Ίωνα Δραγούμη το 1903).
Του Μιχαλη Καλιακάτσου
Το παράθεμα ανήκει στον Ίωνα Δραγούμη, μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού εθνικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, γνωστού κυρίως για το ρόλο του στην πιο σκοτεινή και βίαιη ίσως φάση της σύγχρονης ιστορίας του "μακεδονικού ζητήματος", δηλαδή στον "μακεδονικό αγώνα" (1904-1908). Με τον όρο αυτό αποτυπώνεται στην ελληνική και διεθνή ιστοριογραφία η ένοπλη αντιπαράθεση ατάκτων ομάδων (κομιτατζήδες) των αρτισύστατων βαλκανικών κρατών (Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας) στις οθωμανικές διοικητικές περιφέρειες, που συγκροτούσαν τη γεωγραφική χώρα, γνωστή ως Μακεδονία, στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, και που αντιστοιχούν, grosso modo, στα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και του νοτιοδυτικού τμήματος της Βουλγαρίας, γνωστής ως Μακεδονία του Πιρίν. Με την εξαίρεση των νότιων επαρχιών της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας και των σημαντικότερων πόλεων της ευρύτερης γεωγραφικής Μακεδονίας όπου ζούσαν συμπαγείς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, στα επίδικα εδάφη κατοικούσε μια πληθώρα γλωσσικών και θρησκευτικών κοινοτήτων με προεξάρχον πληθυσμιακά στοιχείο αυτό των σλαβόφωνων χριστιανών. Στο τμήμα της κεντρικής και βόρειας Μακεδονίας όπως ορίστηκε πριν, η συνέχεια της αλλόφωνης και ουσιαστικά σλαβόφωνης ενδοχώρας διασπάται σε επιμέρους θυλάκους και εστίες ελληνοφωνίας, απομακρυσμένες κι απομονωμένες μεταξύ τους. Άλλωστε στη διάρκεια των μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων ο χώρος της αρχαίας ελληνοφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της επικράτειας του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, παραχώρησε σταδιακά τη θέση του σε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό αλλοφωνίας και ελληνοφωνίας. Στις παραδοσιακές, απομονωμένες και ασύνδετες αγροτικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η εντοπιότητα, η συγγένεια, η θρησκεία και η γλώσσα αποτελούν τα κύρια πεδία αναφοράς, με βάση τα οποία τα υποκείμενα προσδιορίζουν την ταυτότητά τους κι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους. Η θρησκεία αποκτά βαρύνουσα σημασία, καθώς αποτελεί τη δεσπόζουσα, την καθοριστική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον υποτελή και τον κυρίαρχο. Η εθνική αδιαφορία και η απουσία εθνικής συνείδησης ανάμεσα στους αγροτικούς κι ορθόδοξους πληθυσμούς της Μακεδονίας, σλαβόφωνους αλλά και ελληνόφωνους, θα επιφέρει συχνά την αγανάκτηση και απογοήτευση των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους, που αντιλαμβάνονται την ανεπάρκεια των σχολείων και της εκκλησίας ως μηχανισμών εθνικής αφομοίωσης και εξελληνισμού. Η προσάρτηση κι εθνική αποικιοποίηση του εύπλαστου και "πρωτογενούς" εδάφους της συνείδησης των χωρικών της Μακεδονίας αποτέλεσε ακριβώς το πεδίο ανταγωνισμού των νεοσύστατων βαλκανικών κρατών~ με απώτερο στόχο την επέκταση κι εδραίωση της κατάκτησης, στο πραγματικό έδαφος, τη γη της Μακεδονίας, που εποφθαλμιούσαν οι αντίπαλες κι αναπόφευκτα συγκρουόμενες (καθότι ο "ζωτικός χώρος" που διεκδικούσαν ήταν κοινός) "Μεγάλες Ιδέες". Ουσιαστικό σημείο εκκίνησης και επιτάχυνσης των διαδικασιών, αποτέλεσε η αναγνώριση με σουλτανικό φιρμάνι ανεξάρτητης βουλγαρικής εκκλησίας το 1870 και η εξάπλωση βουλγαρικών εκκλησιών και σχολείων σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια της Αυτοκρατορίας, γεγονότα που απειλούσαν την πολιτιστική ηγεμονία του Ελληνορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο καταλύτης όμως της εθνικιστικής αντιπαράθεσης και το ορόσημο της μετάβασής της από την ειρηνική (εκπαιδευτικός κι εκκλησιαστικός ανταγωνισμός) στην ένοπλη και βίαιη φάση, υπήρξε η ανακίνηση του αγροτικού ζητήματος από μια ομάδα σλαβόφωνων διανοουμένων της Μακεδονίας. Αντιδρώντας στην καταπίεση, την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση των πληθυσμών της Μακεδονικής υπαίθρου από το ημι-φεουδαρχικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αυθαιρεσία των οθωμανικών αρχών, κι εμφορούμενοι από επαναστατικές ιδέες, δημιούργησαν το 1893 στη Θεσσαλονίκη μία οργάνωση (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), που στόχευε στη δημιουργία αυτόνομης Μακεδονίας καθώς και στον εκβιασμό της επέμβασης των Δυνάμεων της Ευρώπης για την επιβολή μεταρρυθμίσεων. Η οργάνωση αυτή απευθυνόμενη σε όλους τους καταπιεζόμενους πληθυσμούς της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, οδήγησε το 1903 στην αποτυχημένη εξέγερση του Ήλιντεν, που εκδηλώθηκε στο δυτικό κυρίως τμήμα της. Μετά τη στυγνή καταστολή της εξέγερσης από τις οθωμανικές δυνάμεις, η οργάνωση διασπάστηκε κι ενώ ένα μικρό τμήμα συνέχιζε να δρα, προσβλέποντας στην αυτονόμηση της Μακεδονίας, τα ηνία της οργάνωσης ανέλαβαν ουσιαστικά οι φορείς του βουλγαρικού επεκτατισμού, που αποτελούνταν κυρίως από Μακεδόνες πρόσφυγες στη Βουλγαρία. Οι πολιτικές όμως και ιδεολογικές βάσεις για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονικής οντότητας με κυρίαρχο το σλαβικό στοιχείο είχαν τεθεί. Ήδη στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η αντίδραση απέναντι στην πολιτιστική ηγεμονία την οποία επιδίωκαν να εδραιώσουν η Ελλάδα και η Βουλγαρία στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας, οδήγησε έναν περιορισμένο αριθμό λογίων, ενίοτε με την ιδιοτελή συμπαράσταση ή και υποκίνηση της Σερβίας, στις πρώτες εκφράσεις μιας ιδιαίτερης σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ανεξάρτητης τόσο από τη βουλγαρική όσο κι από τη σερβική, και στην απόπειρα κωδικοποίησης της σλαβομακεδονικής γλώσσας. Το αίτημα για μια "ανεξάρτητη κι ενιαία Μακεδονία", θα υποστηριχτεί από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία και την Γ' Διεθνή στη διάρκεια του μεσοπολέμου (γεγονός που ευνόησαν η ηγεμονευτική πολιτική και οι αφομοιωτικές τακτικές της σερβικής εξουσίας στο νέο κράτος της Γιουγκοσλαβίας εις βάρος των άλλων "συνιστωσών"), για να εμπεδωθεί στη διάρκεια της γιουγκοσλαβικής αντίστασης ενάντια στους Βούλγαρους κατακτητές, και να εκβάλλει τελικά στην ομοσπονδιακή λαϊκή δημοκρατία της Μακεδονίας. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η εξέγερση του Ήλιντεν, η δράση κι η αυξανόμενη επιρροή των σλάβων ανταρτών και της βουλγαρικής προπαγάνδας και ο φόβος επιβολής μεταρρυθμίσεων προς όφελος των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν στην έξαρση του αντιβουλγαρικού φανατισμού, στην ανασυγκρότηση των "πατριωτικών" εταιρειών, στην υποδαύλιση της κοινής γνώμης και στην άσκηση πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση από αυτόκλητους υπερασπιστές των ελληνικών "εθνικών δικαίων" προς την κατεύθυνση δυναμικής δράσης. Το έργο των δασκάλων και των φορέων της ορθόδοξης εκκλησίας έσπευσαν να συνδράμουν, με τη συγκατάθεση κι ενίσχυση της ελληνικής κυβέρνησης, σώματα ενόπλων στρατιωτικών και εθελοντών από την Ελλάδα και τη Μακεδονία, με επικεφαλής αποστρατευμένους για το σκοπό αυτό αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, έμπειρους "καπετάνιους" από την Κρήτη κ.α. Η τρομοκρατική δράση που ανέλαβαν τα ελληνικά σώματα στη Μακεδονία (σε αγαστή συχνά συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές και τους Οθωμανούς μπέηδες), η οποία στα διεθνή όμματα και ώτα προβάλλονταν τεχνηέντως για προφανείς λόγους ως αυθόρμητη άμυνα του "ελληνισμού της Μακεδονίας", μπορεί να ανέκοψε και να αντιστάθμισε την πρόοδο της αντίστοιχης βουλγαρικής προπαγάνδας του βουλγαρικού κομιτάτου στην περιοχή, αλλά εξέθεσε κι απομόνωσε διπλωματικά τη χώρα, χωρίς να κάνει ούτε βήμα προς την κατοχύρωση των ελληνικών επεκτατικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Οι τελευταίες διασφαλίστηκαν λίγα χρόνια αργότερα --κατά παράδοξο φαινομενικά τρόπο-- με την διπλωματική προσέγγιση Ελλάδας - Βουλγαρίας, που εξήγαγε το ελληνικό βασίλειο από την απομόνωση, και με τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους, που έφερε εις πέρας ο τακτικός κι αναβαθμισμένος στρατός της. Παρομοίως, η ελληνική ταυτότητα των κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας διασφαλίστηκε με τις ανταλλαγές πληθυσμών, που ακολούθησαν τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Τουρκίας και με το τεράστιο κύμα προσφύγων, που προκάλεσε το κύκνειο άσμα της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας στην Μικρά Ασία. Η σλαβομακεδονική μειονότητα, που απέμεινε διασκορπισμένη στο βορειοδυτικό τμήμα της ελληνικής Μακεδονίας, δοκίμασε την εφευρετικότητα των μηχανισμών αφομοίωσης του ελληνικού κράτους και τον παραλογισμό, την ανθεκτικότητα και την αδιαλλαξία των εθνικών μύθων, που συνεχίζουν να επισκιάζουν τόσο την ιστορική μας αυτογνωσία όσο και το σεβασμό στην εθνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία των γειτονικών μας λαών, εντός κι εκτός συνόρων. Η εθνική μυθολογία σχετικά με τη διαχρονική ελληνικότητα της Μακεδονίας και των συμβόλων της, εδραιώθηκε ουσιαστικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από το ιδεολογηματικό ιστορικό σχήμα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους και του ελληνικού πολιτισμού, στο οποίο θεμελιώθηκε η θεωρία των Ζαμπέλιου - Παπαρρηγόπουλου, διαμορφώνοντας κατά τα λόγια του Δημαρά μια "εθνική εθιμοφροσύνη". Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1840 το κυρίαρχο παράδειγμα της ελληνικής ιδεολογίας, το οποίο απηχούσε σαφώς τις αντιλήψεις των φορέων του ελληνικού Διαφωτισμού, ήθελε την Ελλάδα να αποτελεί κληρονόμο και διάδοχο, με όχημα κι εμπνευστή τη Δύση, του κόσμου της κλασικής αρχαιότητας. Το διάστημα που μεσολάβησε από τότε έως την επανάσταση του '21 αποτελούσε τη μαύρη τρύπα της ιστορίας, ένα συνεχές σκοταδισμού και βαρβαρότητας, χάσμα αγεφύρωτο. Παρομοίως, οι έως τότε κρατούσες απόψεις περί αρχαίας Μακεδονίας, δυναστείας του Φιλίππου, και μεγάλου Αλεξάνδρου, συμπυκνώνονται χαρακτηριστικά στα λόγια του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, προέδρου της νεοσύστατης αρχαιολογικής εταιρείας. Γράφει λοιπόν ο Νερουλός περί τα μέσα του 19ου αιώνα αναφερόμενος στη μάχη της Χαιρώνειας: "ο Φίλιππος έπραξεν άλλο της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον". Το χάσμα ήρθαν να γεφυρώσουν οι προαναφερθέντες ιστορικοί πλάθοντας μια αναδρομική ερμηνεία του προ-εθνικού παρελθόντος με όρους σύγχρονους και εθνικούς, βασισμένοι στα διανοητικά εργαλεία της εποχής τους αλλά και στις ιδεολογικές και πολιτικές μέριμνες που επέβαλλαν, από τη μια η εμπέδωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στο νεοπαγές ελληνικό βασίλειο, και απ" την άλλη η ανάγκη ιδεολογικής νομιμοποίησης της Μεγάλης Ιδέας και της "αλυτρωτικής" επέκτασης προς ένα βορράν εν πολλοίς αλλόφωνο και εχθρικό. Η ενότητα στο χρόνο έγινε προϋπόθεση της ενότητας στο χώρο. Στην ερμηνεία αυτή, η φαντασιακή κατασκευή της διαρκούς κι αδιάσπαστης ελληνικής συνέχειας της Μακεδονίας στηρίχτηκε αναπόφευκτα στην αποσιώπηση της γεωγραφικής, εθνογραφικής, ιστορικής και πολιτικής της ασυνέχειας. Η Μεγάλη Ιδέα ενταφιάστηκε στην Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1924. Η συγκέντρωση των ελληνικών πληθυσμών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, πληθυσμών δηλαδή με ελληνική συνείδηση, στα σύνορα ενός ανεξάρτητου και σχεδόν ομοιογενούς εθνικά κράτους, έκλεισε οριστικά το καπάκι στο φέρετρό της. Μαζί ενταφιάστηκε σταδιακά και ο πόλεμος ως εναλλακτικό και ισοδύναμο της διπλωματίας μέσο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ευτυχώς μόνο στον ακόμη περιθωριακό χώρο της άκρας δεξιάς, αναβιώνει το φάντασμά τους, ως αναχρονιστικό απολίθωμα του παρελθόντος, ένα παρελθόν που έχει αποκηρύξει διά παντός η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων του τόπου. Ωστόσο αρκετοί από τους εθνικούς μύθους που συνυφάνθηκαν ποικιλοτρόπως στο παρελθόν με την ιστορική και πολιτική διαδρομή της Μεγάλης Ιδέας, φαίνεται να είναι πιο ανθεκτικοί στο χρόνο και με αρκετά ευρύτερες προσβάσεις στην πολιτεία και την κοινωνία, παρά το γεγονός της τεκμηριωμένης και ομόφωνης καταδίκης τους από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Πέρα από την αδράνεια και την αγκύλωση που χαρακτηρίζει τα ιδεολογικά φαινόμενα εν γένει, ιδίως όταν αυτά έχουν γαλουχήσει "συλλογικές συνειδήσεις" γενεές επί γενεών, θα ήθελα να επισημάνω ορισμένες ακόμη πιθανές ερμηνείες αυτού του φαινομένου. Καταρχήν να ειπωθεί ότι κοινό γνώρισμα των εθνικών μύθων και της εθνικιστικής ιδεολογίας που τους διατυπώνει, αποτελεί η μεταφυσική σχεδόν αντίληψη του έθνους ως μιας αναλλοίωτης, ενιαίας και αδιαφοροποίητης στο χώρο και το χρόνο ουσίας, ως πρωτογενούς και φυσικής πραγματικότητας, ανεξάρτητης από τις ιστορικές συνθήκες, τις κοινωνικές αντιθέσεις και τη συνείδηση των μελών του, ως ιερής, τέλος, και υπέρτατης πηγής αφοσίωσης. Ο εθνικισμός όμως επιτελεί τις ακόλουθες λειτουργίες, που βοηθούν κατά τη γνώμη μου να ερμηνεύσουμε την ευρεία του απήχηση. Καταρχήν, προσφέρει ένα απλουστευτικό κι εύληπτο όσο κι ανιστόρητο σχήμα αναδρομικής ερμηνείας του παρελθόντος και εξήγησης του παρόντος, με βασικό εργαλείο την αφηρημένη και υποστασιοποιημένη κατηγορία του έθνους και των "εχθρών" του. Το έθνος λοιπόν, σύμφωνα με την εθνικιστική ιδεολογία, οντολογικός φορέας μιας λαμπρής αποστολής, κατόρθωσε στη διάρκεια της συνεχούς τρισχιλιετούς ιστορίας του, να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας, με την υπεροχή τού "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού" του και το απαράμιλλό του δαιμόνιο, πανίσχυρους εχθρούς, να δραπετεύσει από διαβόλους και τριβόλους, να αιχμαλωτιστεί και να αναγεννηθεί, όπως ο φοίνικας μέσα από τις στάχτες του, χάρη στα διαρκώς ανανεούμενα αποθέματα των δυνάμεών του, προκειμένου να εκπληρώσει το "ιστορικό του πεπρωμένο". Ως σύγχρονοι εχθροί του έθνους και των οραμάτων που εμπνέουν τον ιστορικό του "προορισμό", καταγγέλλονται, από τη μανιχαϊστική λογική του εθνικισμού, οι πάσης φύσεως φορείς της φασματικής παγκοσμιοποίησης, που με όχημα άλλοτε τα γειτονικά κράτη, άλλοτε τους μετανάστες κι άλλοτε τους εγχώριους πράκτορες, εξυφαίνουν εναντίον του ανάδελφου έθνους "ασύμμετρες απειλές". Η ερμηνεία αυτή βρίσκει εύφορο έδαφος στις δομικές ανεπάρκειες και διαστρεβλώσεις της ελληνικής εκπαίδευσης, στον πολιτικό ανορθολογισμό και στην παρασιτική λειτουργία αναχρονιστικών θεσμών στα πλαίσια του πολιτικού μας συστήματος (ποιόν αιώνα πρέπει να περιμένουμε για να αποκτήσουμε πραγματικά ανεξίθρησκο και πλήρως εκκοσμικευμένο κράτος;). Οι κοινοί τόποι της ιστορικής επιστήμης είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στα στενά όρια της επιστημονικής κοινότητας, όσο οι "υπεύθυνες" κυβερνήσεις της χώρας επιτρέπουν, χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και μεγάλων φυσικά συμφερόντων, το περιεχόμενο της σχολικής εκπαίδευσης να υπαγορεύεται ή να ελέγχεται από θεσμούς αναρμόδιους, από υπερπατριωτικά lobby (ιδαλγούς του "πατριωτισμού" της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου και ρασοφόρους) από φορείς τέλος των πιο συντηρητικών, μισαλλόδοξων, καιροσκοπικών και σκοταδιστικών στοιχείων που έχει να επιδείξει η ελληνική κοινωνία. Οι ευθύνες των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως της αριστεράς είναι σοβαρές. Όσοι, με δημαγωγική υστεροβουλία, εγκαλούν την κυβέρνηση (η οποία ακολούθησε με συνέπεια την ίδια ακριβώς τακτική στο ρόλο της αντιπολίτευσης) για εθνική μειοδοσία σε θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ρίχνουν λάδι στη μηχανή του εθνικισμού~ μηχανή, που, με γνώμονα την εθνικοφροσύνη, αποσύρει βιβλία, υπονομεύει επικίνδυνα την ελευθερία της έρευνας και τη δεοντολογία του επιστημονικού διαλόγου, αναγορεύει το μίσος, τη βία και την ξενοφοβία σε κώδικα παραπολιτικής ορθοφροσύνης, υποσκάπτοντας βαθειά τα θεμέλια της ειρήνης και της δημοκρατίας. Πάνω απ' όλα όμως ο εθνικισμός, συγκροτεί μια από τις κυρίαρχες συλλογικές ταυτότητες της σύγχρονης εποχής. Η ταυτότητα αυτή, σφυρηλατεί τους δεσμούς μιας ιδεατής ομοιογενούς κοινότητας και συγκαλύπτει τις ανισότητες, τα συγκρουόμενα συμφέροντα και την ταξική διαφοροποίηση στο πλαίσιο του πραγματικού έθνους, δημιουργώντας την ψευδή αίσθηση της συλλογικής ωφέλειας των μελών του. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει στα μέλη του, εν καιρώ ειρήνης, είναι χαλαρές έως ανύπαρκτες, καθώς οι συλλογικές στρατεύσεις στις οποίες προσκαλεί είναι εξίσου εφήμερες με τους υποτιθέμενους κινδύνους που απειλούν το έθνος, ενώ οι δεσμεύσεις του αφορούν κυρίως στο παρελθόν και στη μυθική συντήρηση των "ζωτικών του μύθων". Γι' αυτό άλλωστε βρίσκεται σε αγαστή σύμπνοια με τα σύγχρονα πρότυπα ζωής του καταναλωτικού ατομικισμού και του επιτρεπτικού ευδαιμονισμού (βλ. το κείμενο του Ν. Σεβαστάκη, Ο ρηχός κοσμοπολιτισμός και τα συντρίμμια της πολιτικής, "Ενθέματα" της κυριακάτικης Αυγής, 25/5/2007). Η περιθωριοποίηση της πολιτικής και η απαξίωση της πολιτικά προσδιορισμένης συλλογικής στράτευσης δεν μπορεί παρά να ευνοεί και τα δύο. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τις τάξεις εκείνες, που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας ή συμπιέζονται συνεχώς προς τα εκεί. Το αίσθημα της ένταξης στο "αιώνιο", και "περιούσιο" ελληνικό "έθνος" αναπληρώνει το αίσθημα υστέρησης και αποκλεισμού του παρόντος, ιδίως στις κατηγορίες εκείνες, που πλήττονται ιδιαίτερα από την πολιτική διαχείριση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στη χώρα μας. Η ανεργία, η ανασφάλεια, η απουσία προοπτικών, φαινόμενα ιδιαίτερα οξυμμένα στη Μακεδονία, στρέφουν τους πολίτες στην υποκατάσταση της αξιοπρέπειας, την οποία τους αρνείται πεισματικά η πραγματικότητα του καπιταλισμού, με την πλασματική ανωτερότητα, που αντλούν από το αίσθημα της συμμετοχής στην ιδεατή και ένδοξη κοινότητα του παρελθόντος. Η ανάγκη γίνεται φιλοτιμία και η υστέρηση βαφτίζεται εθνική ιδιαιτερότητα ή αντίσταση στον πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό ηγεμονισμό (βλ. παγκοσμιοποίηση) της Δύσης (τελευταίοι στην Ε.Ε. σε όλους τους κοινωνικούς και οικολογικούς δείκτες, πρωταθλητές στην ξενοφοβία, το ρατσισμό και το συντηρητισμό, παρά λίγο και στο μπάσκετ). Η περιχαράκωση σε μια κατασκευασμένη και άυλη παράδοση, και η παλινδρόμηση στην ιδεατή και στεγανή ασφάλεια του παρελθόντος και των χαμένων εθνικών μεγαλείων, αποτελεί σύμπτωμα της ανάγκης απόδρασης από την υλική ένδεια και την πραγματική δυσφορία του παρόντος. Ιδίως μάλιστα όταν το αίσθημα του εγκλωβισμού αδυνατεί να βρει διέξοδο σε μια πρακτική και πολιτική διεκδίκηση, καθώς η πολιτική φαίνεται εξίσου εγκλωβισμένη στα γρανάζια του δικομματισμού, του λαϊκισμού, του πελατειακού συστήματος κ.ο.κ. Έτσι, με τη συμβολή των πολιτικών ταγών και των "μιντιακών" τους προαγωγών, που συγκαλύπτουν το κοινωνικό πρόβλημα και τις πραγματικές του αιτίες, η απειλή γίνεται "πολιτισμική" και φαίνεται να απορρέει από τους ξένους κι εγχώριους πράκτορες είτε της παγκοσμιοποίησης, ή κατ' άλλους του ιμπεριαλισμού. Το ενεργό συγκινησιακό φορτίο της κοινωνικής δυσαρέσκειας διολισθαίνει στο ρατσισμό, την ξενοφοβία, το σοβινισμό, και στρέφεται εναντίον του εκάστοτε Άλλου, που αναγορεύεται σε εχθρό του έθνους, απαιτώντας από το τελευταίο μια διαρκή "πολεμική" εγρήγορση. Φυσικά η νεοσύστατη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ένα κράτος μικρό, ανίσχυρο, με εύθραυστες εσωτερικές ισορροπίες, που συνορεύουν και συμφύρονται με ένα έκρυθμο κι επισφαλές βαλκανικό περιβάλλον (βλ. Κόσοβο), κράτος εξαρτημένο έως ένα βαθμό από τις οικονομικές συναλλαγές με την Ελλάδα, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να απειλήσει τη χώρα μας. Ο δημαγωγικός κι ανέξοδος παλικαρισμός και ο "εθνικός τσαμπουκάς" του veto, το γνωρίζει καλά αυτό. Η απειλή στρέφεται μόνο ενάντια στον παρηγορητικό κι αναχρονιστικό μύθο του ελληνικού μονοπωλίου πάνω στο όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας~ μύθος όμως που φαίνεται να περιθάλπει προνομιακά την πολιτικά ανέστια και ανέκφραστη πληγωμένη αξιοπρέπεια και τους "ευσεβείς πόθους" των καταπιεζόμενων κοινωνικά στρωμάτων, συσκοτίζοντας συγχρόνως τις πραγματικές ρίζες της πληγής. Εμείς, ως Αριστερά και δη ανανεωτική, έχουμε χρέος να αποσπάσουμε τα περιθωριοποιημένα στρώματα, τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της γειτονικής Μακεδονίας (καθότι ο εθνικισμός γεννά εθνικισμό), από τη θωπευτική και παραμυθητική αγκαλιά του εθνικισμού, και να θέσουμε την πολιτική και την ιστορία στη θέση του ιεροποιημένου έθνους, φωτίζοντας τις πραγματικές "αιτίες που μας αφήνουνε λειψούς". Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η κοινωνική απειλή δεν βρίσκεται στην παγκοσμιοποίηση αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά στον καπιταλισμό και τους δομικούς και συστημικούς του μηχανισμούς εκμετάλλευσης, που δεν πλήττουν έθνη, αλλά συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα~ δεν καταστρέφουν εθνικές γαίες, αλλά την παγκόσμια φυσική κληρονομιά. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί το πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού, ένα πλαίσιο, που ενισχύει την ευελιξία, την κινητικότητα και την αδιαφάνεια του συστήματος, που προφανώς δυσκολεύει τα πράγματα και επιτάσσει αυξημένες προσπάθειες και διευρυμένους αγώνες και συνεργασίες. Ένα πλαίσιο, που πρέπει να υπενθυμίζει διαρκώς στην Αριστερά τις διεθνιστικές της αξίες, την αναγκαιότητα υπέρβασης των εθνικών της συνόρων, με άλλα λόγια την επείγουσα "παγκοσμιοποίηση" της ίδιας της Αριστεράς. Το ενωτικό κάλεσμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε αυτούς που καταλογίζουν στους εργάτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ή της Βουλγαρίας την ευθύνη για την ανεργία στη χώρα μας, για το κεφάλαιο που μετακομίζει στην άλλη πλευρά των συνόρων αναζητώντας χαμηλότερα μεροκάματα. Η απάντησή μας σε αυτήν την προκλητική κι ανεστραμμένη λογική, που, διαιρώντας την εργατική τάξη κι εντείνοντας την εσωστρέφειά της, εδραιώνει σε πιο στέρεες βάσεις την αυτοκρατορία του καπιταλισμού, πρέπει να είναι η αλληλεγγύη, η συμπαράσταση και οι κοινοί αγώνες~ μόνον αυτοί θα μπορούσαν να ενισχύσουν την διαπραγματευτική ικανότητα και την πολιτική αντίσταση των εργαζομένων (στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη) και να ανακόψουν την έμφυτη κερδοσκοπική λαιμαργία του αεικίνητου καπιταλισμού, οξύνοντας τις αντιφάσεις του κι αναδεικνύοντας τα κοινωνικά, οικολογικά και ιστορικά του όρια. Ας πράξουμε λοιπόν το πρώτιστο καθήκον με βάση τις πάγιες αξίες της Αριστεράς, ας αποδείξουμε έμπρακτα, "ανανεωτικά και ριζοσπαστικά", την αλληλεγγύη μας στο δοκιμαζόμενο μακεδονικό λαό, κι ας αποδεχτούμε καταρχήν, εμείς τουλάχιστον, με θάρρος και χωρίς υπεκφυγές ή παλινδρομήσεις, το αυτονόητο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του. Χρειάζεται τη συμπαράστασή μας, περισσότερο από όσο εμείς χρειαζόμαστε τον λικνιστικό καλπασμό του Βουκεφάλα.
Ο Μιχάλης Καλιακάτσος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ"
Ευτυχώς που οι πεφωτισμένοι με τα φώτα της Εσπερίας Αριστεροί μας ανοίγουν τα μάτια για το τι πρέπει να κάνουμε με το κρατίδιο των Σκοπίων. Οι ανακρίβειες και οι αντιφάσεις της εμβριθούς ανάλυσης του κυρίου υποψηφίου διδάκτορος είναι εμφανείς και καταρριπτέες. Αλλά τί να κάνουμε, από την μιά η επίκληση των αρχών της Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Μανιφέστο, από την άλλη η υποψηφιότητα διδάκτορος στο Burmingham παρακαλώ εξαλείφουν τις όποιες "ατέλειες" του κειμένου. Μετά παρεξηγούνται που αμφισβητούμε τον πατριωτισμό τους...