Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/01/2008



Ρατσιστικός λόγος και αντιρατσιστική νομοθεσία

Του ΜΙΛΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ*

Με αφορμή τη δίκη του κ. Πλεύρη και την πρώτη ουσιαστική εφαρμογή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, έγινε συζήτηση για τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά της, με απόψεις που κυμάνθηκαν ανάμεσα στα δύο άκρα του απόλυτου σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης και της ποινικοποίησης της έκφρασης ως πανάκεια.

Οι νομοθεσίες κατά του ρατσιστικού λόγου δεν ελέγχουν το περιεχόμενο του λόγου, αλλά τις ενδεχόμενες συνέπειές του, όπως η ρατσιστική βία, η συκοφαντία-δυσφήμηση μιας εθνοπολιτισμικά ή φυλετικά προσδιορισμένης κοινωνικής ομάδας και εν γένει το ενδεχόμενο ο λόγος να συνιστά προτροπή σε τέλεση αδικημάτων ή σε διακρίσεις σε βάρος της. Η νομοθεσία εγγυάται την ελευθερία της γνώμης, αλλά την περιορίζει όταν ο λόγος απειλεί την κοινωνική ειρήνη, προτρέπει ή δικαιολογεί τη βία ή σοβαρά αδικήματα, όπως εθνοκάθαρση, γενοκτονία, μαζικές διακρίσεις σε βάρος μελών συγκεκριμένων εθνοπολιτισμικών ομάδων. Το κομβικό σημείο στον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης είναι η σύνδεση του δημόσιου λόγου με την κοινωνική δράση και άρα με τις ενδεχόμενες συνέπειές του. Σε ποιο βαθμό η «πλάκα» ή μια βλακώδης ή υβριστική διατύπωση κρίνεται ότι μπορεί να οδηγήσει σε θυματοποίηση μιας συγκεκριμένης ομάδας; Ηπολιτεία που τιμωρεί τον ρατσιστικό λόγο δεν περιμένει να υπάρξουν θύματα και να στοιχειοθετηθεί άμεση σύνδεση μιας συγκεκριμένης έκφρασης λόγου με ένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά κρίνει το ενδεχόμενο να συμβάλλει ο λόγος σε ανάλογες κοινωνικές στάσεις ή αδικήματα που απειλούν την κοινωνική ειρήνη και θυματοποιούν συγκεκριμένες φυλετικά ή εθνοπολιτισμικά προσδιορισμένες ομάδες.Η βάση για ανάλογη κρίση (από τον πολιτικό ή ποινικό δικαστή, από μια ανεξάρτητη αρχή κατά των διακρίσεων) μπορεί να είναι η ιστορική μνήμη και εμπειρία ανάλογων κοινωνικών φαινομένων και γεγονότων που, άλλωστε, αποτελούν και τη μήτρα της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Η αναδρομή σε ανάλογες εμπειρίες πρέπει να εξειδικεύεται και να αναφέρεται στις παρούσες συνθήκες, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από μια αντιδικία και τη δημόσια συζήτηση που προκαλεί. Αν ήμασταν στο 2107 και δεν υπήρχαν καθόλου ρατσιστικές επιθέσεις και καθόλου ακροδεξιές ομάδες και κανένα στερεότυπο, πλάκα ή δυσανεξία σε βάρος των Εβραίων στην κοινωνία μας, τότε ακόμη και η προφανής δικαιολόγηση των διακρίσεων και της βίας εναντίον τους από τον κ. Πλεύρη -η οποία αποτελεί ακριβές αντίγραφο ανάλογων περιστατικών δημόσιου λόγου που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα μόλις πριν από 6 δεκαετίες- ίσως να μην τιμωρείτο από ένα δικαστήριο.Αντιθέτως, υπό τις παρούσες κοινωνικές συνθήκες, με τον περιρρέοντα και κοινωνικά ανεκτό ή αποδεκτό αντισημιτισμό και τις σχεδόν καθημερινές επιθέσεις ακροδεξιών ομάδων σε βάρος μεταναστών και μειονοτήτων, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για ένα δικαστήριο να μην τιμωρήσει τον κ. Πλεύρη για τις προτροπές σε ρατσιστικές διακρίσεις και βία, που αντιστοιχούν στην ακριβή περιγραφή των ποινικά κολάσιμων πράξεων από τον ν. 927/1979. Ομως, ο απώτερος στόχος της εφαρμογής της αντιρατσιστικής νομοθεσίας δεν είναι να τιμωρηθούν τα πρόσωπα, αλλά να προστατευθούν και να ενδυναμωθούν τα θύματα, όπως και να αντιπαραβληθεί στη δημόσια σφαίρα απέναντι στον ρατσιστικό λόγο ένας πολιτειακός λόγος που διαπαιδαγωγεί τα μέλη του κοινωνικού συνόλου ενθαρρύνοντας μια εθνοπολιτισμικά διαφοροποιημένη και ειρηνική συμβίωση. Ετσι, μια δίκη ρατσιστικού λόγου, όπως η πρόσφατη δίκη Πλεύρη, μπορεί να φέρει στην επιφάνεια τα πολιτικά αντανακλαστικά των θεσμών και των λειτουργών τους, και συνακόλουθα τις πολιτικές εκκρεμότητες και τα οπισθοδρομικά κατάλοιπα μιας ατελούς δημοκρατικής μετάβασης όπως η ελληνική μεταπολίτευση. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας χρησιμεύει όχι μόνο για την προστασία των θυμάτων, αλλά και για τον δημόσιο αναστοχασμό του κράτους, της κοινωνίας και των θεσμών.Οι συγκρούσεις που ενθαρρύνει ή δικαιολογεί ο ρατσιστικός λόγος είναι ταξικές, ωστόσο συχνά η φύση και το περιεχόμενό τους καλύπτεται-θολώνεται από εθνοπολιτισμικά στερεότυπα και η έκβασή τους δικαιολογείται, ερμηνεύεται ή νομιμοποιείται κοινωνικά μέσα από αυτά τα στερεότυπα και με τις δημοψηφισματικές λογικές στις οποίες αντιστοιχούν (προνόμιο της πλειοψηφίας - απειλή της ομοιογένειας κ.λπ.). Στόχος της εφαρμογής της αντιρατσιστικής νομοθεσίας (π.χ. της στρατηγικής αντιδικίας) είναι και η αφαίρεση-κατάρριψη των στερεοτύπων και του ρατσιστικού λόγου. Ετσι, μια ενδεχόμενη κύρωση του ΛΑΟΣ, όταν λέει ή υπαινίσσεται ότι μπορεί οι μετανάστες να έβαλαν τις φωτιές στην Πελοπόννησο, ταυτόχρονα με την αναγνώριση του δικαιώματος διεκδίκησης δεδουλευμένων από παράνομα διαμένοντες Αλβανούς εργάτες γης από τον Αρειο Πάγο, συμβάλλουν εξίσου στην ανάδειξη της ταξικής φύσης της σύγκρουσης που υποδαυλίζει ο ρατσιστικός λόγος και αποβαίνουν υπέρ των θυμάτων που είναι την ίδια στιγμή (σε έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο) θύματα ρατσισμού και εκμετάλλευσης.Ενας αντίλογος είναι ότι εκείνο που θυσιάζουμε (η απόλυτη ελευθερία του λόγου) είναι σημαντικότερο και μεγαλύτερο από εκείνο που μπορεί να κερδίζουμε (η προστασία μελών φυλετικών και εθνοπολιτισμικών ομάδων από διακρίσεις και βία). Επίσης, κάποιοι υποστηρίζουν ότι με το πρόσχημα του hate speech και της προτροπής σε συμβολική ή υλική βία ποινικοποιείται κάθε έκφραση κοινωνικής κριτικής και αντίθεσης, πχ. ταξικής («κρεμάλα στους πλούσιους»), όπως συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να ευνουχίζεται ο πολιτικός λόγος και η δυναμική της κοινωνικής μεταβολής και να οδηγούμαστε σε αποστειρωμένες κοινωνίες ενός ακίνδυνου politically correct. Μια απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα είναι ότι το όριο ώς το οποίο μπορεί να πηγαίνει κυρωτικά η αντιρατσιστική νομοθεσία στον περιορισμό της έκφρασης είναι η δικαιολόγηση ή προτροπή βίας -όπως άλλωστε υποδεικνύει και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- και με βάση κάποια φυσικά ή αντιληπτά και αμετάβλητα κοινά χαρακτηριστικά των προσώπων εξειδικευόμενα κατά περίπτωση μέσα από την κοινωνική συγκυρία και την ιστορική μνήμη. Εν τέλει, με επίγνωση της ιστορικής σχετικότητας και ανάγκης της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, ένα πραγματιστικό και πολιτικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε την εφαρμογή της μπορεί να είναι το ακόλουθο: Η κύρωση (ποινική ή άλλη) ή η μη κύρωση μιας συγκεκριμένης έκφρασης ρατσιστικού λόγου είναι λιγότερο ή περισσότερο επωφελής ή επιζήμια για τη βραχυπρόθεσμη και μεσο-μακροπρόθεσμη πραγματική κατάσταση, πολιτική και κοινωνική συμμετοχή και διαβίωση των μελών της εθνοπολιτισμικής/φυλετικής ομάδας που θυματοποιείται; Οχι όμως από την οπτική γωνία του τρίτου μέρους, ως φαινομενικά ουδέτερου παρατηρητή της σύγκρουσης, αλλά από εκείνη των πραγματικών και των δυνάμει θυμάτων.*Διευθυντής του Εθνικού Παρατηρητηρίου για το Ρατσισμό και την Ξενοφοβία. HLHR-KEMO www.hlhr.gr