5. Επίλογος
Κλείνοντας, ας εξετάσουμε μερικές αντιρρήσεις για όσα προηγήθηκαν.
Πρώτον, θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στην ιστορία της μεταφυσικής του Χάιντεγγερ λέγοντας ότι υπερεκτιμά άκομψα την σπουδαιότητα των φιλοσόφων. Είναι εύλογο να πιστεύουμε, ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικών κειμένων , τα οποία μόνον ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού μπόρεσε ποτέ να διαβάσει και να κατανοήσει;
Στην πραγματικότητα, ο Χάιντεγγερ δεν υποστηρίζει καθόλου αυτήν την θέση. Για αυτόν, η «μεταφυσική παράδοση» δεν είναι απλώς ένας όρος για μια παράδοση στα Δυτικά φιλοσοφικά γραπτά. Αναφέρεται, επίσης, σε μια δυτική πολιτισμική «τάση» άνω των δύο χιλιάδων ετών, της οποίας τα φιλοσοφικά έργα αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση. Με άλλα λόγια, ο Χάιντεγγερ δεν υποστηρίζει ότι η Δυτική επιθυμία για πλήρη γνώση και κυριαρχία επί της φύσεως είναι το αποτέλεσμα, καθαρά και απλά, της επιρροής φιλοσόφων όπως ο Πλάτων ο Αριστοτέλης και ο Καρτέσιος. Σίγουρα, τα έργα των φιλοσόφων έχουν μεγάλη επιρροή, αλλά για τον Χάιντεγγερ είναι εκφράσεις μεγαλύτερων ή βαθύτερων πολιτιστικών κινημάτων, η προέλευση των οποίων είναι τελικώς σκοτεινή και άγνωστη. [16] [25]
Και πάλι παραθέτουμε τον Greg Johnson
«Ως αντιανθρωπιστής, ο Χάιντεγγερ δεν πιστεύει, ότι τα ανθρώπινα μυαλά δημιουργούν ιστορία. Αντιθέτως, η ιστορία δημιουργεί ανθρώπινα μυαλά. Η νεωτερικότητα δεν επινοήθηκε από τον Πλάτωνα, τον Ντεκάρτ και τον Νίτσε. Οι φιλόσοφοι δεν είναι οι κρυφοί νομοθέτες της ανθρωπότητος. Αλλά συχνά προσφέρουν τις πρώτες και βαθύτερες διατυπώσεις θεμελιωδών αλλαγών στο Zeitgeist. [17] [26]»
Με άλλα λόγια, ο Χάιντεγγερ υποστηρίζει, ότι πριν από περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια έλαβε χώρα ένα είδος νοηματικής αλλαγής, κατά την οποία οι άνθρωποι στην Δύση άρχισαν να ορίζουν το Είναι με όρους αυτού, το οποίο ικανοποιεί τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η μεταφυσική παράδοση στην φιλοσοφία δίνει φωνή σε αυτήν την κατανόηση του Είναι. Ο Χάιντεγγερ υποστηρίζει, ότι τέτοιες μετατοπίσεις, τέτοιες «διανομές του Είναι», είναι τελικώς ανεξήγητες. Διστάζουμε σε αυτό. Αλλά ο λόγος για αυτό είναι, ότι έχουμε παγιδευθεί στην Δυτική μεταφυσική παράδοση, η οποία επιμένει, ότι όλα είναι εξηγήσιμα. Και πάλι, δεν μπορούμε να δεχθούμε το μυστήριο. Αλλά ο Χάιντεγγερ επιμένει, ότι ο λόγος που εμείς οι σύγχρονοι πιστεύουμε ότι όλα τα πράγματα είναι εξηγήσιμα δεν είναι, σε τελική ανάλυση, πλήρως εξηγήσιμος. Η τελική διάψευση της νεωτερικότητος μπορεί να συνίσταται στην αδυναμία της νεωτερικότητας να εξηγήσει τον εαυτό της.
Ας εξετάσουμε τώρα μία τελευταία ένσταση
Όπως είδαμε, ο Χάιντεγγερ ισχυρίζεται, ότι πριν από την έλευση της μεταφυσικής παραδόσεως οι Έλληνες ζούσαν μια πιο αυθεντική σχέση με το Είναι. Αυτό εξηγήθηκε ανωτέρω με τους όρους της αναλύσεως της φύσεως από τον Χάιντεγγερ. Ήταν αυτή η «πιο αυθεντική σχέση με το Είναι» που είχα στο μυαλό μου στο προηγούμενο δοκίμιο της σειράς αυτής, όταν πρότεινα, ότι υπήρχε κάτι στην σκέψη του Χάιντεγγερ, το οποίο αντιστοιχούσε στην «αρχέγονη παράδοση». Πράγματι, αυτή ήταν η βάση του ισχυρισμού μου ότι ο Χάιντεγγερ μπορεί να είναι «πιο παραδοσιακράτης από τους Παραδοσιοκράτες», αφού οι αυτοί αποδέχονται την εξουσία της μεταφυσικής παραδόσεως, αλλά ο Χάιντεγγερ φτάνει πολύ πιο πίσω από τη μεταφυσική (την οποία θεωρεί παρακμιακή) για να ανακτήσει κάτι περισσότερο. «πρωτότυπο» (ursprünglich).
Αλλά ίσως θα έπρεπε να είμαστε κάπως επιφυλακτικοί σχετικά με την αφήγηση του Χάιντεγκερ για το ποια ήταν στην πραγματικότητα (ή αν υπήρχε) αυτή η πιο αυθεντική σχέση με το Είναι. Τελικώς, αρκεί πραγματικά η ετυμολογική ανάλυση λίγων ελληνικών λέξεων, για να θεμελιωθούν αυτοί οι ισχυρισμοί; Βεβαίως, ο Χάιντεγγερ λέει περισσότερα από όσα θα έδειχνε η σύντομη περίληψή μου, και όντως βασίζεται σε μια σειρά από κλασικές πηγές. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν ήταν απολύτως πειστικό για τους μελετητές. Για παράδειγμα, ο Thomas Sheehan γράφει:
« Ο Χάιντεγγερ στήριξε μεγάλο μέρος της σαρωτικής μεταϊστορίας του για την ουσιαστικά αναπόφευκτη παρακμή της δυτικής σκέψεως και κουλτούρας στις ιδιότυπες αναγνώσεις του μερικών επιλεγμένων αποσπασμάτων από τους προσωκρατικούς, που συχνά στερούνται επαρκούς ερμηνευτικού πλαισίου για να υποστηρίξουν τις ερμηνείες του. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, αλλά το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τον Παρμενίδη. Τι να κάνουμε, λοιπόν, για μια Seinsgeschichte [ιστορία του Είναι] η οποία, τουλάχιστον όπως ισχύει για την «πρώτη αρχή» της σκέψεως, είναι τόσο αμφίβολα θεμελιωμένη στην Ιστορία [αποδεικτική ιστορία];» [18] [27]
Αυτή είναι μια σοβαρή ένσταση. Η δική μου πεποίθηση είναι, ότι η ανάλυση του Χάιντεγγερ για την ιστορία της μεταφυσικής είναι σωστή με τέσσερεις βασικούς τρόπους. Πρώτον, ο Χάιντεγκερ έχει προσδιορίσει σωστά ενοποιητικά θέματα και υποθέσεις που ισχύουν σε όλη την Δυτική πνευματική ιστορία. Δεύτερον, έχει δίκαιο να βλέπει αυτά τα θέματα και τις υποθέσεις ως προβληματικά. Τρίτον, έχει δίκιο να τα βλέπει αυτά ως συστατικά της νεωτερικότητας. Τέλος, έχει δίκιο να βλέπει τη μεταφυσική παράδοση, με όλες τις υποθέσεις της, ως μια πνευματική «κίνηση» (ελλείψει καλύτερης λέξης) με αρχή και τέλος.
Εδώ τίθεται ένα εξίσου σοβαρό ερώτημα: Γιατί ο Χάιντεγγερ ανατρέχει αποκλειστικά στις ελληνικές πηγές; Περιττό να πούμε, ότι για να δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή της Δυτικής μεταφυσικής, πρέπει να ξεκινήσουμε από τους Έλληνες. Αλλά εαν ψάχνουμε αυτό , το οποίο είναι προ-μεταφυσικό, γιατί να περιοριστούμε στους Έλληνες; Ο Hans Sluga σημειώνει ότι «Το όριο της διορατικότητας του Χάιντεγγερ βρίσκεται στην αδυναμία του να βρει ιστορικά παραδείγματα οπουδήποτε εκτός από την πρώιμη Ελλάδα. Και αυτός ο περιορισμός οφείλεται, με την σειρά του, στην περίεργη και αδικαιολόγητη πεποίθησή του, ότι μόνον η αρχή είναι μεγάλη και ότι μόνον η αρχαία Ελλάδα μπορεί να είναι μια τέτοια αρχή για τον Δυτικό άνθρωπο». [19] [28]
Όπως πολλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι που μορφώθηκαν κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνος, ο Χάιντεγγερ σπούδασε ελληνικά και λατινικά ως παιδί και ήταν εμποτισμένος με την ιστορία και τη λογοτεχνία της κλασικής αρχαιότητος. Όταν σκεφτόταν «τους αρχαίους» εννοούσε την Ελλάδα και την Ρώμη. Αυτή ήταν μια κοινή προκατάληψη της γενιάς του που εξακολουθεί να επιβιώνει σε τμήματα φιλοσοφίας στην Ευρώπη και την Αμερική.
Μπορούμε καλύτερα. Η αναζήτηση του Χάιντεγγερ για την προ-μεταφυσική κατανόηση του Είναι πρέπει να επεκταθεί, ώστε να συμπεριλάβει προ-μοντέρνες ευρωπαϊκές πηγές εκτός του ελληνικού κόσμου. Πρέπει να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, μια μελέτη των αρχαίων πηγών της Βόρειας Ευρώπης: π.χ., η Έδδα και οι σάγκες. Ο Χάιντεγγερ όντως αναφέρεται στον αρχαίο γερμανικό κόσμο τώρα και τότε, αλλά πολύ φευγαλέα. (Για παράδειγμα, στο Poetry, Language, Thought, στο δοκίμιο «The Thing», αναφέρεται πολύ συνοπτικά στο ισλανδικό thing [20] [29])[1] Είναι πολύ κρίμα που ο ίδιος ο Χάιντεγγερ δεν εμβάθυνε περαιτέρω σε αυτές τις πηγές , στην έρευνα των αδελφών Γκριμ και άλλων, στον γερμανικό μύθο και τις πηγές της γερμανικής γλώσσας. Ωστόσο, μας άφησε ένα μεγάλο έργο και ένα μεγάλο ερώτημα: πώς αποκαλύφθηκε το Είναι στους αρχαίους λαούς της Βορείου Ευρώπης;
Όταν διερευνούμε αυτήν την ερώτηση, μπορεί να βρούμε πολλά που να εκπλήσσουν. Για παράδειγμα, είναι απολύτως πιθανόν οι ρίζες της «μεταφυσικής» να βρίσκονται στον μύθο. Αυτό φαίνεται, στην πραγματικότητα, πολύ πιθανό στην περίπτωση του ελληνικού μύθου. Αλλά μπορεί να υπάρχει κάτι βαθιά «μεταφυσικό» στην ευρωπαϊκή ψυχή, γενικά. Είδαμε ότι στην ρίζα της μεταφυσικής, για τον Χάιντεγκερ, βρίσκεται η επιθυμία για συνολική γνώση και κυριαρχία. Αλλά ο Θεός Όντιν δεν ενσαρκώνει αυτή την επιθυμία; (Βλέπε το δοκίμιό μου «What is Odinism [3 [30];») Εάν ένας «μεταφυσικός» προσανατολισμός βρίσκεται στον προ-φιλοσοφικό [21] [31] ευρωπαϊκό μύθο, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει «προ-μεταφυσικός προσανατολισμός προς το Είναι ”; Όχι απαραίτητα, αφού μπορούν να συνυπάρχουν διαφορετικές τάσεις (όπως, για παράδειγμα, στην Ελλάδα συνυπήρχαν οι «απολλώνιες» και «διονυσιακές» τάσεις).
Αυτή η αποστολή της επεκτάσεως του έργου του Χάιντεγγερ για την αντιμετώπιση τόσο του ελληνορωμαϊκού μύθου όσο και των μη ελληνικών προ-μεταφυσικών πηγών είναι εξαιρετικά συναρπαστική. Και ανοίγει και άλλες δυνατότητες. Για παράδειγμα, πηγαίνοντας πέρα από την Ευρώπη για να εξερευνήσουμε από μια Χαϊντεγγεριανή (ή «Νεο-Χαϊντεγγεριανή») σκοπιά το ευρύτερο ινδοευρωπαϊκό πλαίσιο: π.χ. τα ινδικά και ιρανικά υλικά. Και αν αναζητούμε μια προ-μεταφυσική ή μη-μεταφυσική κατανόηση του Είναι, δεν χρειάζεται να περιορισθούμε σε ευρωπαϊκές ή ινδοευρωπαϊκές πηγές. Αυτό πρέπει να είναι ο πρωταρχικός μας στόχος, και για σοβαρούς χαϊντεγγεριανούς λόγους: πρέπει να είμασθε καχύποπτοι έναντι κάθε μορφής οικουμενικότητος, έναντι όλων των ισχυρισμών σχετικά με την «ανθρωπότητα». Πρέπει να είμασθε ανοιχτοί στην πιθανότητα το Είναι να αποκαλύπτεται διαφορετικά σε διαφορετικούς λαούς. Ωστόσο, οι μη ινδοευρωπαϊκές πηγές, ειδικά εκείνες της ταοϊστικής παραδόσεως και του Ζεν, ενδέχεται να περιέχουν υποδείξεις, οι οποιες θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες για την κατανόηση των δικών μας πηγών και της δικής μας εμπειρίας. Ο ίδιος ο Χάιντεγγερ το αναγνώρισε και το 1946 συνεργάστηκε με έναν Κινέζο μελετητή σε μια μετάφραση του Τάο Τε Κινγκ, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Το εγχείρημα αυτό αποτελεί ένα μνημειώδες έργο, το οποίο θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Στο άμεσο μέλλον το επόμενο δοκίμιο της σειράς μας θα επεκτείνει αυτήν την αφήγηση της χαιντεγγεριανής ιστορίας της μεταφυσικής, για να καλύψει τα πάντα, από την ύστερη αρχαιότητα έως τον Νίτσε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] [36] Η φαινομενολογία (κυριολεκτικά η μελέτη ή η επιστήμη των φαινομένων) είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα, το οποίο ιδρύθηκε από τον Edmund Husserl (1859-1938), τον δάσκαλο του Μάρτιν Χάιντεγγερ. Προσπαθεί να περιγράψει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εμπειρίας. Η φαινομενολογία δεν ασχολείται με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εμπειρίας (σκύλοι, βράχοι, αστέρια κ.λπ. — που μελετώνται από άλλες επιστήμες) αλλά περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους τα αντικείμενα δίδονται στην συνείδηση. Έτσι, κάθε προσπάθεια να περιγράψουμε πώς ο κόσμος, ή οι πτυχές του κόσμου, εμφανίζονται για εμάς (ή για τους προγόνους μας) είναι μια άσκηση φαινομενολογικής περιγραφής.
[2] [37] . Γράφει ο Thomas Sheehan «Το «ως» του «κάτι-ως» είναι αυτό που φέρνει ο ανθρώπινος λόγος στο φαινόμενο, για να το αφήσει να «γίνει» αυτό που είναι. Αυτή η συνεισφορά της δομής- ως, που είναι αυτό , το οποίο εννοεί ο Χάιντεγγερ με τον όρο «κόσμος», σηματοδοτεί την άφιξη του νοήματος στο σύμπαν των οντοτήτων και το «αυτό-ως-το οποίον» πράγμα που εμφανίζεται (η ασπίδα, ο θεός, οι οικία) ενσωματώνει το νόημα του εν λόγω πράγματος». Thomas Sheehan, Making Sense of Heidegger: A Paradigm Shift (Lanham, MD: Rowman and Littlefield, 2015), 86.
[3] [38] Αποφεύγω μια γλώσσα όπως η «παρουσίαση σε ένα θέμα», ακριβώς επειδή ο Χάιντεγγερ θέλει να απαλείψει την γλώσσα της «υποκειμενικότητας», που είναι χαρακτηριστικό της σύγχρονης φιλοσοφίας, και αντανακλά μια μεταφυσική διάκριση μεταξύ «υποκειμένου» και «αντικειμένου», την οποίαν απορρίπτει ο Χάιντεγγερ. Σε ένα επόμενο δοκίμιο, όταν στραφούμε στην σύγχρονη φιλοσοφία, θα επανεξετάσουμε αυτό το θέμα.
[4] [39] Heidegger, Introduction to Metaphysics, μετφ. Gregory Fried and Richard Polt (New Haven, CT: Yale University Press, 2000), 15-16.
[5] [40] Fried and Polt, 15.
[6] [41] Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει περίφημα την ελληνική αλήθεια, που συνήθως μεταφράζεται ως «αλήθεια», ως «αποσφράγιση» ή «αποκάλυψη». Έτσι, το Είναι και η «αλήθεια» συνδέονται στενά μεταξύ τους (όπως είναι, για διαφορετικούς λόγους, στην πλατωνική παράδοση και στη μεσαιωνική μεταφυσική). Τόσο, που μπορούν να ταυτισθούν. Ιδέ “On the Essence of Truth” in Martin Heidegger: Basic Writings, ed. David Farrell Krell (New York: Harper and Row, 1977).
[7] [42] Heidegger, Four Seminars, μετφ. Andrew Mitchell and Francois Raffoul (Bloomington, IN: Indian University Press, 2012), 38.
[8] [43] Heidegger, Contributions to Philosophy (Of the Event), μετφ. Richard Rojcewicz and Daniela Vallega-Neu (Bloomington, IN: Indiana University Press, 2012), 37.
[9] [44] Πρέπει να σημειωθεί, οτι ο Χάιντεγγερ ενίσταται, δικαίως, στον ορισμό «προσωκρατικός»: «Το να παρουσιάζουμε τον Παρμενίδη ως προσωκρατικό είναι ακόμα πιο ανόητο από το να αποκαλούμε τον Κάντ “προ-Εγελιανό”» Martin Heidegger, What is Called Thinking? (Was heißt denken?), trans. J. Glenn Gray (New York: Harper Perennial, 1968), 184.
[10] [45] Γράφει ο Χάιντεγγερ στο Was heißt denken? «Από την στιγμή που ολόκληρη η μεταφυσική από την απαρχή της Δυτικής σκέψεως Είναι σημαίνει το να είσαι παρών, το Είναι, εφόσον πρόκειται να γίνει κατανοητό στην υψηλότερη μορφή του, πρέπει να νοείται ως καθαρή παρουσία, ήτοι ως η παρουσία που εμμένει, το αδιάκοπο παρόν, το σταθερά στεκούμενο “νυν” », Was heißt denken?, 102.
[11] [46] Sheehan, 84 σημείωση 85.
[12] [47] Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι ενώ αποτελεί υπονοούμενο του Πλατωνισμού, ότι ο αισθητός ή φυσικός κόσμος είναι «εξωπραγματικός», αυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να λέμε ότι δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος. Αυτός ο κόσμος όντως υπάρχει ανεξαρτήτως του νού μας, αλλά είναι «εξωπραγματικός» υπό την έννοιαν ότι έχει ένα κατώτερο, παράγωγο Είναι. Η ιδέα ότι ο «εξωτερικός κόσμος» μπορεί να είναι εξωπραγματικός υπό την έννοια ότι, δεν υπάρχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τον νού, είναι κάτι που συναντά κανείς μόνον στην σύγχρονη φιλοσοφία. Δεν ήταν μια δυνατότητα, την οποίαν εξέταζαν οι αρχαίοι. Ο λόγος για αυτό, βασικά, είναι ότι οι αρχαίοι δεν κατείχαν την σύγχρονη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου.
[13] [48] Heidegger, Pathmarks, επιμ. William McNeill (Cambridge: Cambridge University Press, 1998), 210.
[14] [49] Σημειώστε, οτι αυτό δεν αποτελεί την ίδια θέση με τον ισχυρισμό του Χάιντεγγερ, οτι οι φιλόσοφοι «έχουν ξεχάσει το Είναι». Όταν ο Χάιντεγγερ αναφέρεται στην «λησμονιά του Είναι», αναφέρεται στην πραγματικότητα στην λησμονιά του «ξέφωτου». Για την πραγμάτευση του ξέφωτου, μία έννοια στην οποίαν θα επιστρέψουμε, ιδέ το δοκίμιο «Χάιντεγγερ εναντίον των Παραδοσιοκρατών» (“Heidegger Against the Traditionalists [2].”)
[15] [50] Greg Johnson, Graduate School with Heidegger (San Francisco: Counter-Currents Publishing, 2020), 122.
[16] [51] Για παράδειγμα, συζητώντας την θέση ότι στη νεωτερικότητα το Είναι εμφανίζεται ως «βούληση», γράφει ο Χάιντεγγερ, «Το ότι το Είναι των όντων εμφανίζεται εδώ αμετάβλητα και πάντα ως βούληση, δεν οφείλεται στο ότι λίγοι φιλόσοφοι έχουν σχηματίσει απόψεις για το Είναι. Αυτό που δείχνει η εμφάνιση αυτή του Είναι ως βούληση, είναι κάτι, το οποίο δεν μπορεί να ανακαλυφθεί με καμία υποτροφία. Μόνον η διερεύνηση της σκέψεως μπορεί να την προσεγγίσει, μόνον η σκέψη μπορεί να φανεί αντάξια στην προβληματική της, μόνον η σκέψη μπορεί να την κρατήσει στοχαστικά στο μυαλό και στη μνήμη.», Was heißt denken?, 91.
[17] [52] Johnson, 6.
[18] [53] Sheehan, 254.
[19] [54] Hans Sluga, “‘Conflict is the Father of All Things’: Heidegger’s Polemical Conception of Politics,” A Companion to Heidegger’s Introduction to Metaphysics, ed. Richard Polt and Gregory Fried (New Haven: Yale University Press, 2001), 224.
[20] [55] Martin Heidegger, Poetry, Language, Thought, trans. Albert Hofstadter (New York: Harper and Row, 1971), 174.
[21] [56] Με τον όρο «προ-φιλοσοφικό» δεν εννοώ απαραιτήτως «πριν από την έλευση της ελληνικής φιλοσοφίας». Για παράδειγμα, αν και ακόμη και τα παλαιότερα ποιήματα στην Ποιητική Έδδα γράφτηκαν αιώνες μετά την ίδρυση της Ακαδημίας από τον Πλάτωνα, η Ισλανδία παρέμεινε σχετικά ανέγγιχτη από την ελληνική φιλοσοφία μέχρι την χριστιανική μεταστροφή το 1000 μ.Χ.
[3] Πρόκειται για την αγγλική μετάφραση δοκιμίων του Χάιντεγγερ υπό του αμερικανού καθηγητού Albert Hofstadter